Χρίστος Καράς “Ο Μεγάλος Ονειρικός” 1930 – 2023
Ο σημαντικός εικαστικός της γενιάς του ’60 Χρίστος Καράς έφυγε από κοντά μας και ήταν για εμάς τιμή και πηγή γνώσης και φωτός η συνεργασία και η επαφή μαζί του, τον αποχαιρετούμε με μια μικρή αναδρομή στη ζωή του. Ο «Μεγάλος Ονειρικός» θα μείνει για πάντα κοντά μας μέσα από τα έργα που δημιούργησε με κύρια πηγή την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ο ζωγράφος Χρίστος Καράς γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1930 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Μετά από διετή φοίτηση στην Πάντειο (1948 – 1950), σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1951 – 1955), κοντά στο Γιάννη Μόραλη και τον Γιάννη Παππά. Όπως ο ίδιος λέει «Πολύ νέος, με την προτροπή της οικογένειάς μου, αποφάσισα να ακολουθήσω τη δικηγορική καριέρα. Στη συνέχεια, όμως, άλλαξα γνώμη και άρχισα να προετοιμάζομαι στη ζωγραφική.» Ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. σπούδασε φρέσκο στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1957 – 1960) και παρέμεινε στη Γαλλία έως το 1963, ταξιδεύοντας παράλληλα σε γειτονικές χώρες, όπως το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Μ. Βρετανία. Δέκα χρόνια αργότερα, με υποτροφία του Ιδρύματος Ford, εργάστηκε στη Νέα Υόρκη (1973 – 1975) ενώ ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον, την Βοστώνη, την Φλόριντα και τον Καναδά. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αποκαλούμενης «γενιάς του ’60».
Όπως και άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, αναζήτησε το εκφραστικό του ιδίωμα μέσα στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό περιβάλλον. Η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1962, Ζυγός), έδειχνε μια σαφή στροφή προς την αφαίρεση, η οποία πάντως είχε μικρή διάρκεια.
Επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι το 1963 για να συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια για την δημιουργία ενός σύγχρονου καλλιτεχνικού κλίματος, με τηλεοπτικές παρουσίες και πολλές συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Ίδρυσε επίσης με άλλους καλλιτέχνες την ομάδα «Τομή» (1963) και τον «Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών» (1976).
Από τα πρώτα κολάζ προχώρησε σε παραστατικά έργα εξπρεσιονιστικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, για να δώσει αργότερα συνθέσεις, όπου στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας αποδίδονται με ποιητική διάθεση, αξιοποιώντας παράλληλα κατακτήσεις προηγούμενων φάσεων της δουλειάς του, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στο ρόλο του σχεδίου.
«Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηριχτεί στη δική του κληρονομιά για να έχει επιτυχία το έργο του. Έτσι έκανα και εγώ στις αρχές της καριέρας μου. Στερεώθηκα γερά και είχα σαν πρώτο μου μέλημα να καταγράψω την εποχή μου αλλά και να επικοινωνήσω με το κοινό. Γι’ αυτό και πέραν της αφηρημένης τέχνης, στους πίνακές μου εμφανίστηκαν φιγούρες. Θυμάμαι κάποιος έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο που με είχε ενοχλήσει πολύ. Είχε πει ότι αυτό που κάνω είναι «κακοχωνεμένος Μπέικον». Οπότε, άρχισα να κάνω αθώα πράγματα όπως μήλα και λουλούδια που εκφράζουν την εποχή και μπορεί να είναι εξίσου τραγικά σαν και την προηγούμενη δουλειά μου, εκείνη με τις εξπρεσιονιστικές τραγικές φιγούρες, που έμοιαζαν με φαντάσματα.»
Στην επόμενη φάση της δουλειάς του, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1963), θα κυριαρχήσουν βαθμιαία τα νεοπαραστατικά στοιχεία και η ανθρώπινη φιγούρα, με έργα ενταγμένα στο πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής, με κριτικές αναφορές στα δεινά του πολέμου, αλλά και στις απειλές της σύγχρονης πραγματικότητας. Από τότε η τέχνη του θα παραμείνει ανθρωποκεντρική, κυρίως ως προς το περιεχόμενο των έργων, το οποίο εκφράζει πάντα έναν προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση, παρά τις θεματικές και μορφοπλαστικές εναλλαγές που παρουσιάζει η ζωγραφική του.
Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του σε διεθνείς ομαδικές εκθέσεις (Γ΄ Μπιενάλε Νέων Παρίσι 1963, Ζ΄ Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας 1965, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1967, Μπιενάλε Βενετίας 1984, Δ΄ Μπιενάλε Ευρωπαϊκής Χαρακτικής Μπάντεν – Μπάντεν 1985).
Η ζωγραφική του, μετά τη δεκαετία του 1970, παραπέμπει σε ένα είδος μαγικού ρεαλισμού, με στοιχεία σουρρεαλιστικά ή φανταστικά που συνδυάζονται με εικόνες της πραγματικότητας και αναφορές στην τεχνολογία.
Ανάλογα ποιητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και τη γλυπτική ή τις κατασκευές του. Στις πιο ώριμες αναζητήσεις του η λυρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας υπακούει σε μια ακριβή σχεδιαστική δομή, συνδυάζοντας τις κατακτήσεις της ποπ-αρτ με την προσωπική γραφή του καλλιτέχνη και με μια ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία παρουσία.
Το 1984, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 41η Μπιενάλε της Βενετίας.
«Πιο συγκεκριμένα, το 1984 εκπροσώπησα την Ελλάδα στην 41η Μπιενάλε Βενετίας μαζί με τον Γιώργο Γεωργιάδη, τον γλύπτη. Αντιπροσώπευσα τη χώρα μου σ’ ένα σπουδαίο εικαστικό γεγονός, σε μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, που διοργανώνεται κάθε δύο χρόνια στη Βενετία. Ήμουν πολύ φίλος με μια αδελφική φίλη της Μελίνας, και έτσι γνωριστήκαμε. Η κοινή μας φίλη ήταν η Μίκη Μεσολωρά, η οποία κάποια στιγμή άνοιξε την γκαλερί 3, στο Κολωνάκι, απέναντι από την πλατεία Δεξαμενής.»
Το 2001 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2004 δημιούργησε την μνημειακή σύνθεση «Διαστημική Ποίηση», για το Σταθμό Χαλανδρίου του Μετρό.
Το 2007 ανακοίνωσε την σύσταση του ιδρύματος «Χρίστος Καράς – Ύδρα». Βασικοί στόχοι του ιδρύματος είναι η προώθηση εικαστικών δράσεων και η ανάληψη πρωτοβουλιών που αφορούν στις καλές τέχνες.