Αλήθεια, εσείς, πως βλέπετε;
Θεωρητικά όλοι βλέπουμε. Άλλοι κοιτάζουμε ψηλά και άλλοι χαμηλά, άλλοι ευθεία και μπροστά μας κι άλλοι πιο συχνά στρέφουμε το βλέμμα μας πίσω. Άλλοι τρέχουμε στις εξοχές με την πρώτη ευκαιρία… τα τοπία της φύσης, με -αλλά κυρίως- χωρίς την ανθρώπινη επέμβαση ξεκουράζουν το μάτι και ηρεμούν τον εντός μας κόσμο. Η ερώτηση που έχει μεν απαντηθεί, αλλά αξίζει πάντα να αναφέρεται με κάθε ευκαιρία είναι το “πως βλέπουμε;”. Βλέπουμε μόνοι και ανεπηρέαστοι σαν ένα tabula rasa (1) που η εικόνα θα χαράξει πάνω εκεί τις εμπειρίες της; Βλέπουμε αντικειμενικά, με βάση κάποιους κοινούς αισθητικούς κανόνες ή βλέπουμε μόνο ως υποκείμενα και συγκρατούμε ή εγκρίνουμε ό,τι υπόκειται στη δική μας αισθητική; Έχουμε, άραγε έλεγχο σε ό,τι απολαμβάνει το μάτι μας και γοητεύει το βλέμμα μας; Είμαστε γνώστες και κύριοι όταν η εικόνα τρέχει να μας συναντήσει ή όταν εμείς επιλέγουμε να την προσεγγίσουμε;
Ανά τους αιώνες, φιλόσοφοι, ιστορικοί τέχνης, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι και τόσοι άλλοι ειδικοί μελέτησαν εμάς ως υποκείμενα στο φαινόμενο της θέασης των εικόνων. Τόμοι ολόκληροι γράφτηκαν και υποστήριξαν πάνω κάτω κοινές θέσεις ακόμα κι αν κατέληξαν σε άλλα αποτελέσματα ή ανατροπές των όσων ξέραμε μέχρι τώρα. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, όσο αυτό είναι δυνατό. Ο άνθρωπος αποτύπωνε εικόνες από τα προϊστορικά χρόνια. Οι σκηνές στο Σπήλαιο Λασκώ (2) με τοιχογραφίες της παλαιολιθικής εποχής μαρτυρούν, αν μη τι άλλο, τη σημασία της αποτύπωσης. Μια σημασία που καθιστά ίσως την αποτύπωση εικόνων, ως την πρώτη μας γλώσσα. Όσο τα χρόνια περνούσαν οι άνθρωποι αποτύπωναν όλο και περισσότερο. Εικόνες της καθημερινής ζωής, μεγάλες ιστορικές στιγμές, πορτραίτα αφεντάδων, καθώς και εικόνες με θεούς, σύμβολα, ήρωες και τελετουργίες.
Η κύρια ερώτηση που μας απασχολεί όμως είναι “γιατί σε εσένα αρέσει το πορτραίτο της Dora Maar (εικ.1) από τον Picasso κι εμένα της Marilyn Monroe (εικ.2) από τον Andy Warhol ή ακόμα πιο πέρα σε εσένα η Mona Lisa (εικ. 3) του Leonardo da Vinci και σε εμένα “Η γυναίκα που δακρύζει” (εικ. 4) -ένα ακόμα πορτραίτο της Dora Maar- του Pablo Picasso.
Από την άλλη, για σένα όλοι οι πίνακες του Μεσαίωνα δεν είναι γοητευτικοί ενώ για μένα μπορεί αυτή να είναι η απόλυτη εποχή της ζωγραφικής. Η απάντηση μοιάζει προφανής και εύκολη. “Όλα είναι θέμα γούστου”. Η απάντηση αυτή θα μπορούσε να είναι αντικειμενικά η σωστή αν είχαμε όλοι επίγνωση ότι το “γούστο” μας (η οπτική μας) διαμορφώνεται από συνθήκες που δε μπορούμε να ελέγξουμε ή να επιλέξουμε πάντα και απόλυτα. Όπως πολύ όμορφα διατύπωσε ο John Berger στο βιβλίο του “Ways of seeing” (3), “αν ανακαλύψουμε πως βλέπουμε τους πίνακες θα ανακαλύψουμε και κάτι για τους εαυτούς μας και την κατάσταση στην οποία ζούμε”.
Από τότε που άρχισαν να αποτυπώνονται εικόνες, ο δημιουργός τους είχε ορισμένους στόχους. Είτε επικοινωνούσε κάτι που εκείνος ήθελε να επικοινωνήσει, είτε αποτύπωνε κάτι για να συγκρατηθεί στην προσωπική ή συλλογική μνήμη, είτε αργότερα, αποτύπωνε αυτό που ζητούσε ο πελάτης. Η αφήγηση μιας ολόκληρης ιστορίας μέσα σ’ ένα πλαίσιο χαρτιού ή καμβά είναι πιο απτή, πιο στέρεη, πιο συμπυκνωμένη. Όμως γιατί την ίδια αφήγηση την προτιμούμε από έναν δημιουργό και την απορρίπτουμε από έναν άλλον; Η δημιουργία της αισθητικής μας έρχεται μέρα με τη μέρα και στιγμή με τη στιγμή ανάλογα τις συνθήκες και τα ερεθίσματα που προσλαμβάνουμε συνειδητά ή ασυνείδητα. Ίσως γιατί το χρώμα που κυριαρχεί στη μια αφήγηση είναι το κόκκινο, ο βασιλιάς των χρωμάτων, κι έτσι κερδίζει με βάση τις χιλιάδες μελέτες και θεωρίες των χρωμάτων. Από την άλλη, ίσως γιατί η μια αφήγηση έχει ένα στοιχεία πιο σαγηνευτικό και ως δυνατοί παρατηρητές το εντοπίσαμε και μας κράτησε αιχμάλωτους, ίσως γιατί διαφέρει το μέγεθος του ενός πλαισίου από το άλλο. Είτε γιατί ο ζωγράφος μας άλλαξε θέση. Στη μια αφήγηση τοποθετεί το μάτι μας στο κέντρο της σύνθεσης, των γεγονότων ενώ στην άλλη μας κάνει να κρυφοκοιτάζουμε από μια σκοτεινή γωνιά. Αν σε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας αντικρίζουμε φωτορεαλιστικές εικόνες, η πρώτη συναναστροφή μας με ένα κυβιστικό έργο ή αφαιρετικό θα μας προκαλούσε σοκ. Θα το πνίγαμε σε μια σειρά φωτορεαλιστικών επιχειρημάτων. Θα αποκλείαμε την ύπαρξη νοήματος σε έναν πίνακα που η θάλασσα θα δέσποζε στο πάνω μέρος του κάδρου και δυο μάτια θα κοιτούσαν ευθεία, τοποθετημένα στο κάτω μέρος του ίδιου κάδρου. Μου ‘ρχεται στο μυαλό η πρώτη παρουσίαση της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης” (4) του Igor Stravinsky που το κοινό γιούχαρε τους μουσικούς και το συνθέτη χωρίς έλεος. Ή το γαλάζιο γυμνό του Matisse (5) το 1898 που έφερε σε αμηχανία ακόμα και τους ίδιους του τους φίλους. Τέτοιες ιστορίες υπάρχουν χιλιάδες στους αιώνες, το μάτι διαβάζει ό,τι έχει συνηθίσει για καιρό να διαβάζει, το αφτί ακούει ό,τι έχει συνηθίσει για καιρό να ακούει. Το μάτι εξασκείται καθημερινά όπως και η ψυχή. Ίσως εδώ να έχει αξία να θυμηθούμε αυτή την απλή βασική αρχή του Osho “να θυμάσαι, ό,τι σε κάνει να φοβάσαι, ό,τι σε γεμίζει με φόβο, αποτελεί καθαρή ένδειξη ως προς το τι χρειάζεται να κάνεις” (6). Αν το διασκευάσουμε λίγο, μπορούμε να πούμε ότι έχει σημασία να εκπαιδεύσουμε το μάτι μας να βλέπει, να μελετά, να παρατηρεί και να μη στέκει νωθρό μπροστά στη θέαση όλων όσων έχει ήδη ξαναδεί. Η οπτική γλώσσα με τα χρόνια μας έχει οδηγήσει σ’ ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας. Κι όμως η ιστορία μας έχει διδάξει ότι η ανατροπή, η εξέλιξη, το θαύμα και η ομορφιά ήρθαν από όλους εκείνους που είτε αμφισβήτησαν τον κώδικα είτε βούτηξαν πιο βαθιά μέσα του και μπόλιασαν νέες αξίες και σταθερές.
Από τότε που ο άνθρωπος απέκτησε τη δυνατότητα της αναπαραγωγής της εικόνας ή μέρους αυτής, έγινε ακόμα πιο δύσκολο ή πιο περίπλοκο να καθορίσουμε το πως βλέπουμε. Τα μάτια μας προσλαμβάνουν εκατομμύρια εικόνες καθημερινά, άλλες επεξεργάζεται το συνειδητό μέρος του εγκεφάλου κι άλλες το ασυνείδητο. Άλλες αποθηκεύονται στη βαθιά μας μνήμη γιατί συνδέθηκαν πιο εύκολα με την εντός μας ιστορία και άλλες αποθηκεύτηκαν ως εντυπωσιακά ξένες ή απορρίφθηκαν. Θα είναι πάντα επίκαιρο το γλυκό παράδειγμα της δικιάς μας Τζοκόντα. Όσοι ίσως φάγαμε αυτά τα σοκολατάκια σαν παιδιά, δε βρήκαμε το ίδιο αινιγματικό το χαμόγελο της καθώς την αντικρίσαμε ως ενήλικες και γνώστες πια του τι βλέπουμε. Βάζω στοίχημα μάλιστα ότι πολλοί από εμάς κάναμε τούτο το αστείο κάθε φορά που συναντήσαμε την εικόνα της, ακόμα κι αν είχαμε χρόνια να φάμε αυτά τα σοκολατάκια. Η εικόνα λοιπόν βγήκε από το πλαίσιο της, το πρώτο της σπίτι κι έφυγε μακριά. Σε χαρτιά και κουτιά από σοκολατάκια, σε καρτ ποστάλ, σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ταξίδεψε σαν ιδέα σε κινηματογραφικά καρέ και διαφημιστικά σποτ. Η αρχική σημασία της εικόνας μεταλλάσσεται κάθε φορά ανάλογα τη χρήση της. Είτε εμπλουτίζεται η αρχική της ερμηνεία είτε διαστρεβλώνεται. Χωρίς το νόημα ή την ερμηνεία της πάντως η αποτύπωση μένει ίδια, κι όμως τόσο διαφορετική.
Το φαινομενικά παράδοξο που δημιουργείται εδώ είναι ότι ενώ οι πίνακες έφυγαν από τα πρώτα τους κάδρα, η συνολική τους αξία όχι απλά δεν αλλοιώνεται αλλά ακμάζει. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική τους αξία αλλά στην αξία της ύπαρξης αυτού του πρώτου δημιουργήματος. Όσο κι αν προσπαθήσαμε να “χειριστούμε” τα πρωτότυπα διακοσμώντας τα με ήχο και κίνηση, εκείνα όπως πολύ όμορφα λέει ο John Berger (βλ. σημ. 3) “λόγω της ακινησίας και της σιωπής τους, γίνονται ένας διάδρομος που συνδέει τη στιγμή που αποτυπώνει η κάθε εικόνα με τη στιγμή που κάποιος την κοιτάζει… μηδενίζοντας ή αλλάζοντας πλήρως την αίσθηση του χρόνου τελικά”.
Το αρχικό μας ερώτημα ίσως έχει απαντηθεί μερικώς. Ίσως μας έχει βάλει σε σκέψεις του κατά πόσο τελικά βλέπουμε ή είμαστε “τυφλοί” εξ επιλογής. Μένει ίσως μόνο μια περίληψη των όσων είπαμε για να καταλήξουμε τελικά σε μια πολυπόθητη απάντηση. Βλέπουμε ως μαθητευόμενοι των φόβων, των αναμνήσεων, των συνθηκών, των αναζητήσεων, των ερεθισμάτων που έχουμε ήδη λάβει και συνεχίζουμε να λαμβάνουμε. Βλέπουμε -και δεν είναι καθόλου σκληρό- ως δούλοι των όσων προσέλαβε συνειδητά ή ασυνείδητα ο εγκέφαλος μας. Βλέπουμε όπως εκείνοι που συναναστρεφόμαστε, όπως τα παιδικά μας χρόνια, όπως οι εικονογράφοι και οι σκηνοθέτες της εποχής μας, βλέπουμε με προκατάληψη και κρίση. Και όλα τούτα δεν είναι σφάλμα μας. Σφάλμα μας θα είναι να συνεχίσουμε να βλέπουμε χωρίς την επίγνωση του τρόπου που το κάνουμε. Μόλις το συνειδητοποιήσουμε, τότε χωρίς φόβο θα κινηθούμε προς τα εκεί που δεν ξέρουμε, που δεν καταλαβαίνουμε, που δεν έχουμε μνήμες. Μόλις δούμε ποιοι είμαστε, πως ζούμε και τι βλέπουμε θα αρχίσει ίσως τότε ένα άλλο πιο πραγματικό ταξίδι στη ζωή, τις ομορφιές της και τις ανακαλύψεις.
Maria Mylona aka Rima Lyma
1. Tabula Rasa είναι η λατινική έκφραση του όρου “άγραφος πίνακας”. O όρος είναι κεντρικός στο “Δοκίμιο για την Ανθρώπινη Νόηση ” (1690) του Άγγλου εμπειριστή Τζων Λοκ .
2. Το σπήλαιο Λασκώ (γαλλ. Grotte de Lascaux) είναι ένα από τα πλέον σημαντικά σπήλαια με παλαιολιθικής εποχής τοιχογραφίες, ιδιαίτερα διακρινόμενες όχι μόνον ως προς τον αριθμό τους αλλά και ως προς την αισθητική τους.
3. John Berger (1926-2017) Κριτικός Τέχνης, Συγγραφές, Ζωγράφος και Ποιητής. “ Ways of seeing ” βιβλίο και σειρά επεισοδίων στο BBC, 1972
4. Χορόδραμα του Ρώσου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971), ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα έργα του 20ου αιώνα. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στο Παρίσι στις 29 Μαΐου 1913 και δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, εξαιτίας της επαναστατικής πρωτοποριακής μουσικής και της χορογραφίας.
5. Πληροφορία που μας δίνει ο Sir Herbert Edward Read στο βιβλίο του “ Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής”
6. Λόγια του Osho (1931-1990) από το βιβλίο του “ From the False to the Truth ”