Μελετώντας κανείς το έργο του Παύλου Σάμιου και ανατρέχοντας την εικοσάχρονη και πλέον καλλιτεχνική του πορεία δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τα διαδοχικά στάδια μιας συνεχούς επανεξέτασης της εικονογραφικής του περιπέτειας και τα σημεία αναφοράς του. Από τους καλλιτέχνες οι οποίοι εναντιώνονται στο ρεύμα της νέας αφαίρεσης και της πρόταξης της χειρονομίας ή της ιδέας απέναντι στο αντικείμενο θέτοντας εκ νέου το πρόβλημα της απεικόνισης, ο Παύλος Σάμιος δε διστάζει να προβάλλει την πίστη του στη ζωγραφική του τελάρου που εξακολουθεί να προσφέρει δυνατότητες για αναθεώρηση της σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη, αντλώντας στοιχεία και μεθόδους από το παρελθόν της ίδιας της ζωγραφικής. Η συνεχής συνάντηση με τους δασκάλους, τους μεγάλους της πρωτοπορίας ή τους παλαιότερους κλασικούς, αλλά και με τη ζωγραφική παράδοση του τόπου μας, τη βυζαντινή και την αρχαία, επανατοποθετεί στο έργο του το πρόβλημα των σχέσεων με το παρελθόν, όχι στο επίπεδο της στείρας νοσταλγίας, αλλά σε εκείνο της πίστης και της συνειδητοποίησης ότι ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης και συγκοινωνός της πολιτισμικής κληρονομιάς του. Η αποδοχή αυτή οδηγεί σε νέα αντιμετώπιση των ερωτημάτων, που ο νεωτερισμός έχει παραμελήσει, όπως είναι η σπουδαιότητα του θέματος, ο νέος ρόλος της μορφής της αφήγησης, η αναδημιουργία του χώρου μιας ιστορίας με αναζήτηση αναφορών μέσα στην ίδια την ιστορία της τέχνης. Και πράγματι βλέπει κανείς ότι η ζωγραφική του Σάμιου, από τα μέσα της δεκαετίας του 70 που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι σήμερα, δεν είναι παρά ένα πεδίο διεξαγωγής μιας στοιχομυθίας μπροστά στα μάτια του θεατή, καθώς και το πραγματικό ή το φανταστικό βίωμα παίρνει υπόσταση και το όνειρο, η ζωή, ο έρωτας, γίνονται πραγματικότητα. Πηγή: samiospavlos.gr