Ο Μανώλης Χάρος αγγίζει τους πίνακες, τους ισιώνει. Είναι σαν να βάζει μια από τις τελευταίες πινελιές στην έκθεση. Οι πραγματικές, απλωμένες, χειρονομιακές πινελιές του, συνθέτουν με τα χρώματά τους ένα ονειρικό περιβάλλον. Λουλούδια και στεριές με έντονα χρώματα και καβάλα στη γραμμή του ορίζοντα η πρώτη αίσθηση της αφαίρεσης, η ασαφής σιλουέτα ενός καραβιού που φεύγει. Αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο η προέκταση του ορίζοντα που βλέπει από το ατελιέ του στα Κύθηρα. Ισως ο πιο ανοιχτός στον ελλαδικό χώρο, πέρα από το Ιόνιο, στη Μεσόγειο, προς τη Μάλτα, πέρα από το Γιβραλτάρ, στον Ατλαντικό και μετά άγνωστο πού. «Κοιτάζοντας τον ορίζοντα», λέει, «είναι σαν να ξανοίγεσαι προς τον ουρανό. Τα καράβια που ζωγραφίζω είναι αυτά που βλέπω, μια διαρκής κίνηση προς την άκρη του ορίζοντα. Το ταξίδι για τον στεριανό είναι κλιμακωτό. Είναι μέχρι την άκρη του βουνού, είναι έως το τέλος του κάμπου. Για τον θαλασσινό όμως είναι “μπάντζι τζάμπινγκ”. Πηδάω στην έννοια ταξίδι και ταξιδεύω. Δεν καθορίζεται από την έννοια της απόστασης. Ο στεριανός λέει “θα πάω από εκεί ως εκεί”. Ο θαλασσινός λέει “πάω στο φεύγω, πάω ταξίδι”. Η έννοια του φεύγω έχει μεγάλη διαφορά στον άνθρωπο που έχει σημεία αναφοράς από τον άνθρωπο που το σημείο αναφοράς του είναι το καράβι στο βάθος του ορίζοντα που κινείται κι αυτό. Είναι πολύ διαφορετικό να έχεις σημείο αναφοράς το σημείο φυγής που λένε οι ζωγράφοι, το σημείο του πίνακα που από εκεί φεύγει το βλέμμα και χάνεται».
Πηγή: tovima.gr