Οι προθέσεις του Κουλεντιανού να απομακρυνθεί από την ακαδημαϊκή γλυπτική είναι από πολύ νωρίς σαφείς. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η γνωριμία του με τον Ανρί Λωράνς. Την περίοδο 1947-1952 η επίδραση του γάλλου γλύπτη είναι έντονη στο έργο του· κυριαρχούν οι σχηματοποιημένες ξαπλωμένες ή καθιστές γυναικείες μορφές με έμφαση στις οργανικές καμπύλες φόρμες και την κίνηση. Το σίδερο και γενικά τα μέταλλα τον κερδίζουν από το 1952, ενώ η πορεία του από την οργανική στη γεωμετρική αφαίρεση είναι σταθερή και κορυφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Οι δημιουργίες αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από γεωμετρικές φόρμες, που επιβάλλονται δυναμικά στο χώρο και δίνουν την αίσθηση της κίνησης. Τη δεκαετία του 1970 τα βιδωτά γλυπτά αποτελούν το σήμα κατατεθέν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Καμπύλες ή επίπεδες επιφάνειες από σίδερο, βαμμένες άσπρες ή μαύρες, ενώνονται με βιδωτές λάμες σιδήρου και οδηγούν σε συνθέσεις με δυναμικές, καθαρές φόρμες, που συνομιλούν με το χώρο και το φως. Οι τρισδιάστατες αυτές συνθέσεις εξελίσσονται την περίοδο 1979-1990 σε δισδιάστατες κατασκευές που εκτείνονται κατακόρυφα και στη σειρά Generations, στις οποίες η εισαγωγή του κενού παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του συνόλου. Εκτός από τη γλυπτική και τις ανάγλυφες συνθέσεις ασχολήθηκε επίσης με το κολλάζ και την ταπισερί, τα σχέδια των οποίων ακολουθούν το ύφος των γλυπτικών του συνθέσεων.
Πηγή nationalgallery.gr