Μπορεί να εκκινώ εγώ είτε από μια μελαγχολία, είτε από μια απαισιόδοξη στάση στη ζωή, μια διάθεση συμπάθειας για πράγματα που φθίνουν και αναχωρούν από τη ζωή ή να τα θεωρώ φορτισμένα και έχοντα αφομοίωση τις ανάσες του κόσμου, της ζωής, των προσώπων, και τελικά, όλα τούτα να μην είναι τίποτα. Το ζήτημα είναι πως αυτό το συγκεκριμένο εικαστικό μόρφωμα είναι ένας πίνακας ζωγραφικής. Πως μέσω κωδίκων του μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε αν υπάρχουν αυτά τα πράγματα μέσα. Κάθε ένα από αυτά τα έργα τέχνης νομοθετεί τους όρους μέσω των οποίων μπορούμε να το αποκωδικοποιήσουμε και να το ερμηνεύσουμε. Αυτό βέβαια σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, γιατί το πρώτο είναι αυτό που θα μας πει ή δε θα μας πει στην πρώτη μας ματιά, αν θα υπάρξει μια αύρα γύρω από αυτό, η οποία εκπέμπει μια μορφή συγκινήσεως του θεατή. Περιέργως μπορεί να μας παραπέμψει σε πράγματα που κινούνται στο βάθος του υποσυνειδήτου μας, να μας θυμίσουν τη χαραματιά σ’ ένα ντουβαράκι που είχαμε δει κάποτε, ν’ ανασύρουμε στο νου μας κάποια πρόσωπα ξεχασμένα. Είναι περίεργος αυτός ο μηχανισμός. Τέτοιου είδους αποχρώσεις βλέπω να γίνονται αναγνώσιμες από διάφορους που ασχολήθηκαν με αυτά που κάνω και γι’ αυτό γοητεύομαι και υπερηφανεύομαι. Η δυνατότητα του έργου να είναι πωλήσιμο συνιστά και την αξία του. Διαφορετικά είναι μονοδιάστατο. Εισπράττεται από το θεατή και μετά δεν έχει λόγο υπάρξεως.
Σωτήρης Σόρογκας
Πηγή artnews.liberal.gr