Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε υπαιθριστή, τοπιογράφο, έναν ζωγράφο που αποκωδικοποιεί το φως σε σχέση με το τοπίο, με τον εξωτερικό χώρο. Απλώνει τους μουσαμάδες του στην αμμουδιά, σ’ ένα χωράφι. Δημιουργεί το δικό του «αλώνι» των παραμυθιών κι εκεί παλεύει με το φως, με τα τοπία, με τις θάλασσες. Ο Δημήτρης Κούκος είναι ένας δουλευτής της τέχνης. Από πέντε χρονών ζει με χρώματα και καβαλέτα. Ζει για τη μαγεία των χρωμάτων, για τη μαγεία της δημιουργίας, για τη μαγεία της τελευταίας πινελιάς. Αρνείται το εργαστήριο. Επιλέγει την απλωσιά της υπαίθρου. Κι όπως δουλεύει εκεί κάτω από το φως του ήλιου, το πάθος της δημιουργίας τον συνεπαίρνει και λειτουργεί μόνο με τις αισθήσεις. «Αισθάνομαι» λέει «τους ήχους, τις μυρουδιές, τον αέρα».
Πηγή art22.gr