«Όταν ζωγραφίζω δεν σκέφτομαι τίποτα. Ένας άλλος αποφασίζει, ένας «θεός» που έχει επιλέξει την ψυχή μου θα έλεγα ή αυτός ο «άλλος» που καθημερινά έχει αναλάβει εργολαβικά να βολτάρει στα σκοτάδια μου, εκεί που κατοικούν οι φόβοι, οι ενοχές, τα όνειρα, οι εφιάλτες, τα μεγάλα και τα μικρά που με καθορίζουν. Με όλα αυτά σε εγρήγορση ζωγραφίζω και γράφω, γι’ αυτό και λυτρώνομαι κάθε φορά που μπαίνω σε αυτή την διαδικασία. Νοιώθω να ανακαλύπτω μυστικά ανείπωτα, ασχημάτιστα. Δεν φοβάμαι αυτή την παράδοση στον «θεό» ή στον «άλλο» μου εαυτό όταν ζωγραφίζω, γιατί πάντα το αποτέλεσμα είναι καθ’ ομοίωση, είναι μια εικόνα που υπάρχει στα όνειρά μου και αυτή θέλω να ζήσω. Κάθε φορά μόλις τελειώνει ένα έργο σκέφτομαι ποιός ζωγράφισε τα όνειρά μου. Ποιός ξέρει αυτά τα φανταστικά σκηνικά που μέσα τους ζει η φυλή των ανθρωπόμορφων που είναι πλασμένα από τις αδυναμίες μου, τα λαμπερά μου, τα σκοτεινά μου, τις ενοχές και τους φόβους μου. Ποιός φτιάχνει αυτά τα ονειρικά σκηνικά μου που μέσα τους οι αισθήσεις μου οξύνονται και ακούω τις σιωπές, βλέπω πίσω από τους καθρέφτες, αγγίζω κάτω από το δέρμα μου, πονώ και καβαλάω ανείπωτα και ταξιδεύω στα γνωστά μου στέκια σαν άγνωστος».
Θανάσης Λάλας