Γεννήθηκα στον Πειραιά και μεγάλωσα δίπλα στην θάλασσα ως τα δέκα μου χρόνια. Θυμάμαι τις παραλίες του και τα λαμπερά νερά του όπως είναι σήμερα τα νερά των Κυκλάδων. Πολύ αργότερα, κατά το τέλος του 1950, όταν γνώρισα για πρώτη φορά το νησί της Σίφνου μου ήρθαν οι μνήμες των παιδικών χρόνων του Πειραιά. Έκτοτε, δεν πέρασε καλοκαίρι μήτε γιορτινές μέρες χωρίς να βρεθούμε η Πέπη κι εγώ σε κάποιο από αυτά τα νησιά. Ώσπου το 1966 αράξαμε στο νησί της Μήλου. Εργατονήσι, αποκομμένο από τα πλήθη των τουριστών εκείνης της εποχής, νιώσαμε πως εκπλήρωνε τις επιθυμίες μας.
Το πήγαινε έλα από τον Πειραιά τα πρώτα χρόνια γίνονταν με κάθε πρόσφορο θαλάσσιο μέσο, κι έχουν μείνει αξέχαστες οι περιπέτειες αυτών των μετακινήσεων. Δεν ξεχνώ εκεί γύρω στο 1960, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε εμείς και προπαντός οι κυκλαδίτες. Μεγάλα καΐκια φορτώνονταν στο Πέραμα με επιβάτες και μαζί τους τα πιο αλλοπρόσαλλα αντικείμενα: τσιμέντα, τούβλα για χτίσιμο, μπουκάλες υγραερίου, χαρτοκιβώτια, καλάθια με είδη διατροφής και απάνω απάνω ο οικιακός εξοπλισμός, έπιπλα, προίκες, κουζινικά, στρώματα και άλλα.
Πάντως τούτος ο δεσμός του Πειραιά με τις Κυκλάδες είχε τη γοητεία του με όλες αυτές τις δυσκολίες. Ήτανε η προσμονή της αναχώρησης, το ταξίδι στο Αιγαίο, η λαχτάρα της άφιξης και στη συνέχεια η απομόνωση από το βουητό της πόλης, ερεθίσματα και εντυπώσεις που κατέγραφα σε μικρομελέτες και σχεδιάσματα.
Όλα αυτά προσπάθησα να τα μεταπλάσω, να τα ξαναδώ, να δοκιμάσω τη μνήμη και τις φαντασιώσες που προκάλεσαν τα προσφυγικά του Πειραιά,το λιμάνι με την παλιά και την καινούργια του όψη, τη γοητεία της διαδρομής και πάνω απ’όλα την ευτυχία της διαμονής με τη μεταφυσική ηρεμία του αιγαιοπελαγίτικου κόσμου.
Δ. Κοκκινίδης
Δεκέμβριος, 2004