Τότε, όµως, επανεµφανίζεται ο Οδυσσέας και ο αγώνας λόγων µετατίθεται σε µία εκτεταµένη στιχοµυθία µε τον Αγαµέµνονα, όπου ο πρώτος αναγνωρίζει ότι ο Αίαντας είναι, µετά τον Αχιλλέα, ο ανδρειότερος όλων των Ελλήνων και πείθει τους δύο Ατρείδες να επιτρέψουν να ενταφιαστεί ο ήρωας µε τις τιµές που του αρµόζουν. «γιατί βλέπω, πως τίποτα εμείς άλλο δεν είμαστε, όσο ζούμε, παρά μόνο φαντάσματα κι ένας ανάερος ίσκιος». Ο ομηρικός ήρωας στην αρχή εμφανίζεται θρασύδειλος μπροστά στην τραγωδία του Αίαντα και τον φοβάται ακόμα και ενόσω ο ίδιος χαίρει της προστασίας της Αθηνάς. Ο Οδυσσέας διαισθάνεται όμως τόσο το δράμα του ήρωα όσο και την ατιμία που του έγινε.Παρόλο που γλιτώνει το θάνατό του και ταυτόχρονα παρακολουθεί τον εχθρό του να εξοντώνεται, κατανοεί ότι το δράμα του Αίαντα μπορεί να αγγίξει οποιονδήποτε θνητό, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του. Ο Οδυσσέας αισθάνεται φόβο και δέος μπροστά στην ανθρώπινη ασημαντότητα. Για αυτόν τον λόγο στο τέλος, χωρίς να φοβηθεί τον Αγαμέμνονα θα δώσει τη λύση, προτάσσοντας τη συμφιλίωση με το νεκρό και το σεβασμό των θεών και επιτρέποντας την ταφή του Αίαντα.