Πρώτη φορά παρουσίασε τη γλυπτική φόρμα «δένδρο ελιάς» το 1995, ενώ από το 1998 δημιουργεί γλυπτά από ορείχαλκο και χαλκό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης μιλώντας για τη δουλειά του Άγγελου Παναγιωτίδη: «Εν προκειμένω στη δουλειά του Άγγελου Παναγιωτίδη η Ελιά σύμβολο μαζί αλλά και χειροπιαστή, υλικότητα, φύση ταυτόχρονα αλλά και πνεύμα, εικόνα συγχρόνως αλλά και αφηρημένη ιδέα, κυρίως όμως, κατά τη γνώμη μου, εμψυχωμένη μορφή που υπάρχει από τις απαρχές της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού.
Επειδή, φίλες και φίλοι της τέχνης αυτό είναι η Ελιά στις άψογα φινιρισμένες και γεμάτες μόχθο και αυθεντική έμπνευση μεταλλικές δημιουργίες του Άγγελου Παναγιωτίδη. Η Ελιά είναι γι’αυτόν ένα ον που ζει, αναπνέει, μιλάει με τον άνεμο, ερωτοτροπεί με τον ήλιο, λάμπει κάτω απο την Πανσέληνο και κρυώνει το χειμώνα. Πρόκειται δηλαδή για ένα πλάσμα αγαπητικό σαν άγγελος που συντρέχει και σαν Παναγία που ευλογεί και προστατεύει. Συγχρόνως ένα πλάσμα που χορεύει με όλα του τα κλαδιά και τα φύλλα σε μια ριπή του βοριά και που αναστενάζει όταν το ξεχνούν ή το παραμελούν. Το δέντρο που πληγώναμε όπως είναι ο θαυμάσιος τίτλος της ποιητικής ταινίας του Δήμου Αβδελιώδη, εξακολουθεί να πληγώνεται στον τόπο μας χωρίς οίκτο και συμβολικά και ρεαλιστικά. Οι ελαιώνες της πατρίδας μας συχνά αντιμετωπίζονται ως οχληρό πρόβλημα ή περιττό βάρος απέναντι στη δήθεν τουριστική αξιοποίηση τοπίων αρχέγονων η΄εγκαταλείπεται επειδή δεν διαθέτουμε τον απαιτούμενο μόχθο ή τον προσήγοντα σεβασμό για ένα τέτοιο δέντρο- θεότητα. Τους συνηθισμένους τόπους εκδικείται η Ιστορία τους ιδιαίτερους ή τους μοιραίους ο Μύθος.
Και εδώ έρχεται η ιδιαίτερη, η υψηλή τέχνη του Άγγελου Παναγιωτίδη να μιλήσει σιωπώντας και να καταδείξει το χρέος όλων αλλά και κυρίως την ευθύνη των ταγών. Επειδή το δέντρο που πληγώνουμε μπορεί να γίνει υπό περιπτώσεις η πιο αναπότρεπτη τιμωρία της αφροσύνης ή της αλαζονείας μας.»