Ποιητής των χρωμάτων και των σχημάτων με έντονες μεταïμπρεσιονιστικές τάσεις, ο Σπύρος Βασιλείου δεν κάνει μόνο pop-art πριν την pop-art, αλλά και μια δεκαετία πριν την μαζική εισαγόμενη αφαίρεση της δεκαετίας του 1960 και πριν ακόμα ακμάσει ο σουρεαλισμός, χρησιμοποιεί μια πιο συνοπτική λακωνική και εκφραστική γλώσσα. Αποσπάει το περιγραφικό στοιχείο απ’ το ρεαλιστικό τους περιβάλλον, το μεταμορφώνει σε σύμβολο και το ανασυντάσσει σε μια προσωπική ακολουθία συνειρμών.
Άλλες φορές πάλι, αυτοπροσωπογραφείται σε πολύ μικρή κλίμακα πάντα, με τη μορφή ζωγράφου με καβαλέτο ή υπαίθριου ζωγράφου αλλά και αυτοσαρκάζεται κάνοντας υπαινιγμούς για την πορεία της τέχνης. Το καβαλέτο γίνεται η φωτογραφική μηχανή των υπαίθριων φωτογράφων και στη θέση των μικρών φωτογραφικών δειγμάτων εργασίας που έχουν εκείνοι, ο Βασιλείου τοποθετεί προηγούμενα έργα του. Η παρατηρητικότητα και ο αυτοσχολιασμός του είναι σαφής. Ο ζωγράφος προεκτείνεται απ’ τον φωτογράφο και η ζωγραφική απ’ τα μηχανικά εργαλεία απεικόνισης, τη φωτογραφική μηχανή, την έντυπη φωτογραφία και την τηλεόραση.