Στους πίνακές του αντιπαλεύουν έκτοτε τα δυνατά κόκκινα με τα μπλε και τα κίτρινα, με λυρική και άλλοτε ρεαλιστική διάσταση αλλά πάντα με σημείο εκκίνησης την ανθρώπινη μορφή. «Ο άνθρωπος δεν έλειψε από το έργο μου,πάντα όμως σε σχέση με ένα περιβάλλον.Ανέκαθεν πίστευα ότι διαμορφωνόμαστε μέσα σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και γι’ αυτό δεν θεωρούσα ποτέ την Ελλάδα περιφέρεια αλλά έναν ακόμη πυρήνα τέχνης». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δημοσθένης Κοκκινίδης απέφυγε συνειδητά τον συγχρωτισμό με αίθουσες τέχνης του εξωτερικού. «Δεν ήμουν ποτέ διατεθειμένος να μετάσχω σε ένα παιχνίδι όπου είναι προαποφασισμένο τι είναι υψηλό και τι όχι.Από την άλλη,δεν ήθελα ποτέ να είμαι πρωτοπόρος οι πρωτοπορίες για μένα εξαντλήθηκαν στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα.Ασχολήθηκα με τις κατασκευές σε μια έκθεση που έκανα το 1967 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη,αναζητώντας τρόπους για να δηλώσω την αντίστασή μου στη δικτατορία,όμως από εκεί και πέρα έμεινα ένας παραδοσιακός ζωγράφος.Και αυτό δεν με ενοχλεί.Ηθελα να αλλάζω αργά και να έχω τον έλεγχο αυτών που κάνω.Η τέχνη άλλωστε δεν είναι πείραμα.Είναι αποτέλεσμα». Και επικοινωνία σύμφωνα με τον καλλιτέχνη με τον μέσο τουλάχιστον θεατή. «Δεν με ενδιαφέρει να προκαλέσω το κοινό.Από χαρακτήρα είμαι εναντίον του να προκαλώ έκπληξη.Παραμένω οπαδός της φιλοσοφίας του ωραίου,παρά το γεγονός ότι οι αισθητικοί κανόνες έχουν πια καταργηθεί μαζί με την ενότητα ανάμεσα σε αυτό που επινοείται και σε αυτό που νοείται…».