Στα σαράντα χρόνια δουλειάς που αυτός ο χαρισματικός και καταξιωμένος –όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό– καλλιτέχνης παρουσιάζει στην Casa Bianca, υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης, αποκαλύπτει στη διαπασών την ικανότητά του να βλέπει, να βιώνει, να νιώθει και να αναπλάθει όσο πιο ευρηματικά γίνεται την ιδιαιτερότητα του ελληνικού φωτός.
Μαθητής του Γ. Μόραλη και του Ν. Νικολάου στην ΑΣΚΤ, ο Δημήτρης Κούκος έπλασε, ήδη από τα σπουδαστικά του χρόνια, μια ολότελα προσωπική εικαστική γραφή στην οποία έμεινε δημιουργικά πιστός μέχρι τώρα.
Πράγματι, ανανεώνοντας επαγωγικά εκ των ένδον τις εικαστικές του λύσεις, ο Κούκος, δίχως ποτέ να απειθεί στις θεμελιακές αρχές του, έχει πλάσει ένα μνημειακό έργο στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παραστατικότητα και στην αφαίρεση, με κινητήρια δύναμη το φως. Το τελευταίο, άλλοτε διάφανο κι άλλοτε συμπαγές, πομπός και δέκτης συνεχών εναλλαγών σε χρώμα και σε τόνους, άπιαστο, ακαθόριστο και άξαφνα –έστω και βραχύβια– συγκεκριμένο, κυψέλη οραμάτων και δημιουργικών ψευδαισθήσεων, εμπνέει τον καλλιτέχνη από τα γεννοφάσκια του. Τόσο στα έργα που δημιούργησε από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια όσο και σε εκείνα που φιλοτέχνησε στην ΑΣΚΤ και αμέσως μετά –στο στρατό κ.λπ.–, ο Κούκος αποκαλύπτει μια κεκτημένη ωριμότητα, καθώς και μεγάλη ευχέρεια στο να ενορχηστρώνει παλμικά τη σύνθεση μέσ’ από το χρώμα - φως και αντίστροφα. Κι αυτό, όποιο κι αν είναι το εκάστοτε θέμα. Ενεργοποιεί έτσι πάντοτε την ίδια την αύρα του θεμελιακού ερεθίσματός του, ώστε να μας την αναμεταδίδει στο ακέραιο. Κι αυτό, είτε πρόκειται για τη χαρισματική από τον ίδιο ανάπλαση μιας μορφής, ενός προσώπου - πορτρέτου, μιας υπαίθριας σκηνής, ενός τοπίου. Πρόκειται, πράγματι, για μια ανάπλαση κάθε φορά, καθώς ακόμη και εκεί που ο ζωγράφος δεν είναι ολοκληρωτικά αφηρημένος αναδημιουργεί, το όποιο ερέθισμά του μέσ’ από τον εμπνευσμένο χειρισμό του χρώματος. Γνώρισμα που παρατηρούμε σε ένα από τα πρώτα έργα του, το σχεδόν ημιπαραστατικό πορτρέτο της μητέρας του (1971) και, κυρίως, στο σύγχρονό του, σχεδόν ολοκληρωτικά αφηρημένο, μέσ’ από το χρώμα – πρόσωπο (1971,κόλλα σε χαρτί).
Σε διαφορετικές διαβαθμίσεις ημιπαραστατικού - αφηρημένου, τα έργα που φιλοτέχνησε στο στρατό, κυρίως τοπία και μορφές, τεκμηριώνουν το δημιουργικό δισυπόστατο του άξιου καλλιτέχνη που όντως κατορθώνει να αιχμαλωτίζει και να μεταπλάθει καίρια το «φευγαλέο» του ελληνικού φωτός, προικίζοντας με μια χαρακτηριστική ατμοσφαιρικότητα τα έργα του. Επαγωγικά, τα έργα που φιλοτέχνησε στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, αφηρημένες συνθέσεις και ημιπαραστατικές έως και σχεδόν τελείως αφηρημένες φιγούρες (1975-1976) αποκαλύπτουν μια ακόμη μεγαλύτερη ωριμότητα στο χειρισμό του φωτός, στην υποβολή της κίνησης μέσ’ από τη χειρονομία του καλλιτέχνη.
Τελείως μεταφυσικό το παράστημα των εμπνευσμένων από την Αίγινα (1980) συνθέσεών του εκφράζει στον υπέρτατο βαθμό τη γοητεία του νησιού, καθώς μας αγγίζουν όχι μόνο οπτικά, αλλά και ψυχικά. Συνειδητοποιούμε, εδώ, φευγαλέα ονειρικά τοπία, που όμως αναμεταδίδουν σε μια διαπασών την ατμοσφαιρικότητα της Αίγινας. Ακολουθούν οι χαρισματικές και κατεξοχήν υποβλητικές αφηρημένες φιγούρες (1983-1984), καθώς και τα εκρηκτικά σε χρώμα τοπία της Ρόδου. Ολότελα καταξιωμένος, μέσ’ από την τέχνη του και συνάμα απόλυτα κύριος των χειρισμών του χρώματος, ο Κούκος θα κατορθώσει να υποβάλει τόσο στα εμπνευσμένα από το άθλημα της ιππασίας έργα του όσο και σε εκείνα που έχουν σαν ερέθισμα την ιστιοπλοΐα (2002) μια χαρισματική και ολότελα πειστική κίνηση. Κίνηση που ενεργοποιείται σχεδόν μοναχά μέσ’ από τον ρυθμό - παλμό του χρώματος.
Εκρηκτικό και συνάμα διαπερασμένο από μια ιδιωματική λάμψη, το χρώμα στα έργα του καλλιτέχνη θα αγγίξει ένα αποκορύφωμα στις συνθέσεις της περιόδου 2008-2010, τεκμηριώνοντας την ικανότητα του Κούκου να αναζωογονεί τη δουλειά του εκ των ένδον. Αναζωογόνηση που προϋποθέτει συγχρόνως μια σθεναρή αντίσταση στους διάφορους κράχτες της παγκοσμιοποίησης και της καταναλωτικής τέχνης: Σημεία και τέρατα των καιρών.
Ακράδαντα πιστός στο όραμά του, ο Δημήτρης Κούκος μάς προσφέρει ένα διαχρονικό έργο επειδή ακριβώς δεν αναπαριστά και δεν απεικονίζει απλά, αλλά αποκαλύπτει σε όλο της το μεγαλείο αυτή καθεαυτή την ιδέα του θεμελιακού χαρακτηριστικού της χώρας μας: του ολότελα ποιητικού στην έκφανσή του φωτός
Πηγή livanis.gr