4 Ελληνίδες Γυναίκες Δημιουργοί. Αλήθεια.
Το ΕΜΣΤ με πρωτοβουλία της Κατερίνας Γρέγου, δίνει φωνή σε γυναίκες καλλιτέχνιδες μέσα από την ερώτηση “Τι θα γινόταν αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;” και εμείς απολαμβάνουμε μια τέτοια υπόθεση έτσι όπως ξεδιπλώνεται καλλιτεχνικά από τις ίδιες.
Με αφορμή αυτόν τον κύκλο εκθέσεων στον ΕΜΣΤ αποφασίσαμε να θυμηθούμε 4 Ελληνίδες γυναίκες καλλιτέχνιδες που διέπρεψαν αλλά τα έργα τους σπάνια θα τα δείτε σε κάποιο μουσείο. Είναι, αν δεν απατώμαι, οι ακτιβίστριες γυναίκες καλλιτέχνιδες “Guerilla Girls” που είπαν κάποια στιγμή, ίσως και στο ΚΠΙΣΝ όταν ήρθαν φιλοξενούμενες πριν ένα ή δυο χρόνια πως, “Πίσω από όλα τα “Ανώνυμος” στην ιστορία της τέχνης, κρύβεται μια γυναίκα που δε μπορούσε να υπογράψει το έργο της”.
1. Χρύσα Ρωμανού
Στις τρεις πρώτες πηγές που θα βρει κανείς στο διαδίκτυο, στις πρώτες κιόλας γραμμές κάθε άρθρου, διαβάζουμε πως η Χρύσα Ρωμανού ήταν κόρη του Γιόχαν Ρωμανού και σύζυγος του Νίκου Κεσσανλή. “όφειλε πολλά στον πατέρα της” θα μας πει το ένα άρθρο, “Ο τρόπος που ο Νίκος Κεσσανλής φωτογράφιζε επί χρόνια τη Χρύσα Ρωμανού δεν έχει ούτε μακρινή σχέση με τα συνήθη λάφυρα διακοπών που φέρνουν τα ζευγάρια στην επιστροφή τους από ένα ταξίδι.” Θα μας εξηγήσει το παραπέρα άρθρο. Στην λίγο πιο “απρόσωπη” wikipedia διαβάζουμε “Η Χρύσα Ρωμανού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931, ήταν μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες εικαστικούς της γενιάς της. Καθοριστική για τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας υπήρξε η διαμονή της στη Γαλλία την εικοσαετία 1961-1981 όπου συνάντησε τον μετέπειτα σύζυγό της Νίκο Κεσσανλή και συνδέθηκε με σημαντικές φυσιογνωμίες της τέχνης.” τουλάχιστον εδώ ο σύζυγος αναφέρθηκε τελευταίος (!).
Τη δεκαετία του ’50 θα βρεθεί στην ΑΣΚΤ και θα μαθητεύσει δίπλα στον Γ. Μόραλη και τον Α. Γεωργιάδη. Το 1958 για πρώτη φορά δείχνει έργα της στο Α’ Καλοκαιρινό Σαλόνι Νέων Καλλιτεχνών, κερδίζοντας μάλιστα ένα από τα τρία βραβεία. Δύο χρόνια μετά παρουσιάζει στην γκαλερί Ζυγός την πρώτη της ατομική έκθεση με ανεικονικά έργα.
2. Λήδα Παπακωνσταντίνου
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε το1945 στον Αμπελώνα στη Λάρισα. Ζει και εργάζεται στις Σπέτσες. Το διάστημα 1962-65 σπούδασε γραφικές τέχνες στο Α.Τ.Ι. στην Αθήνα, ενώ κατά τα έτη 1965-66, φοίτησε στο προπαρασκευαστικό έτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Καλές Τέχνες στο Loughton College of Art, Λονδίνο και στη συνέχεια στο Maidstone College of Art, όπου πραγματοποίησε και τις πρώτες περφόρμανς και φιλμ περφόρμανς της. Το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα με τίτλο Ένα περιβάλλον, το 1974. Το διάστημα 1975-1979 δημιούργησε στις Σπέτσες ένα κοινοτικό «φτωχό» θέατρο με όνομα «Σπετσιώτικο Θέατρο». Έχει παρουσιάσει το έργο της σε σημαντικές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός των συνόρων μας.
Η σκέψη ήταν να γίνει φιλόλογος, όμως οι γονείς της την ρώτησαν “μήπως ήθελε να γίνει ηθοποιός;” και κάπως έτσι βρέθηκε να σπουδάζει στη Σχολή Δοξιάδη, έγινε γραφίστρια για να έχει ένα επάγγελμα και να βιοπορίζεται. Η ίδια λέει “Αυτές οι σπουδές ήταν ένα highlight της ζωής μου”. Και συνεχίζει “Τελικά, πήγα στην Καλών Τεχνών για μια χρονιά, στο προπαρασκευαστικό, αλλά με απέβαλε ο Νίκος Νικολάου, με διαπόμπευσε. Ήθελε στο προκαταρκτικό να κάνεις μόνο κάρβουνο, εγώ έκανα και χρώμα ‒ είχα δουλέψει στον Δοξιάδη τρία χρόνια σαν σκυλί. Ήταν προς το τέλος της χρονιάς και πήγα με κάτι ακουαρέλες και σχέδια. Και ενώ συνήθως δεν μιλούσε, άρχισε να πετάει τα έργα μου μέσα στο εργαστήριο και να λέει “η δεσποινίς Παπακωνσταντίνου νομίζει ότι είναι ζωγράφος. Αυτή η δουλειά είναι για το “Ρομάντζο” και τον “Θησαυρό”. Εγώ απλώς μάζεψα τα πράγματά μου και βγήκα έξω. Καθόμουν στα σκαλάκια κι έβγαζα καπνούς, και κάποια στιγμή έρχεται η Αρλέτα, που ήταν στο εργαστήριο του Μόραλη, και μου λέει “θέλει να σε δει ο δάσκαλος”. Ο Μόραλης μου είπε “αν θέλετε να εργάζεστε μέχρι το τέλος της χρονιάς υπάρχει ένα καβαλέτο εδώ”. Τον ευχαρίστησα γιατί δεν με πέταξε από το “σπίτι”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Μόραλης είναι αυτός που άφησε ιστορία».
3. Άσπα Στασινοπούλου
Η Άσπα Στασινοπούλου γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα και πέθανε το 2017. Σπούδασε ζωγραφική στη École des Beaux-Arts στο Παρίσι (1959-1963). Εκεί γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και καλλιτεχνικά. Επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα και έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση το 1966 στη γκαλερί ‘Αστορ στην Αθήνα. Το 1968 έφυγε πάλι για το Παρίσι, απογοητευμένη από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ελλάδα μετά την άνοδο της δικτατορίας. Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε έως το 1974.
Χαρακτηριστικό της στάσης της απέναντι στα πράγματα είναι και το γεγονός ότι γρήγορα ενεπλάκη σε καλλιτεχνικές ομάδες που εξέφραζαν τις ιδεολογικές της αντιρρήσεις για την εμπορευματοποίηση της Τέχνης και το σύστημα των γκαλερί.
Σε συνέντευξη της στο Αθηνόραμα, στη Δέσποινα Ζευκιλή το 2010 λέει “Δεν υπήρξα ποτέ εμπορική καλλιτέχνις. Με έχουν προσεγγίσει κατά καιρούς διάφορες γκαλερί, αλλά, να σας πω την αλήθεια, ποτέ δεν αισθάνθηκα πολύ καλά μέσα σε μια γκαλερί». Ενώ όταν τη ρώτησε τι της λείπει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και τρομερή αλήθεια η Στασινοπούλου απάντησε: «Η παιδεία. Τα σχολεία εδώ, όπως και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, το μόνο που κάνουν είναι να σε ευνουχίζουν. Προσφέρουν ένα ξερό “πρέπει” χωρίς ανταμοιβή. Εγώ στο σχολείο δεν έμαθα τίποτε».
4. Ελένη Μυλωνά
Η Ελένη Μυλωνά ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και στην Αίγινα και ταξιδεύει τακτικά σε καινούργια μέρη. Χρησιμοποιεί πολλαπλές τεχνικές και υλικά, όπως φωτογραφία, γλυπτική, ζωγραφική, γεωμετρική αφαίρεση, video και performance.
Για την τέχνη βιωματικά σχεδόν μας απαντά πως «Η τέχνη για μένα είναι διαδικασία ανακάλυψης της ζωής και του εαυτού μου και γίνεται εργαλείο επικοινωνίας με το κοινό. Γιατί τη χρειαζόμαστε; Γιατί εμπεριέχει την ουσία των πραγμάτων. Είναι αυτό που αφήνουν οι πολιτισμοί, το απόσταγμα της στιγμής και της εμπειρίας του δημιουργού. Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να κεντρίσει ερωτήσεις, να σε βάλει σε σκέψεις».
Άξιο θαυμασμού είναι το φωτογραφικό της υλικό από ένα αυθόρμητο ταξίδι στο Αφγανιστάν που σαν από θαύμα επιστρέφει στο σήμερα και συσχετίζεται με την εποχή μας σε μια και μόνο πρόταση της. «Καθώς περνούν τα χρόνια πιστεύω ότι χρέος μου είναι να είμαι αυτή που είμαι και να μην προσποιούμαι ότι είμαι κάτι άλλο. Προσπαθώ να μεταφέρω τη ματιά μου και ό,τι με συγκινεί παραέξω και πάντοτε εκπλήσσομαι που η δουλειά μου αγγίζει ανθρώπους αλλά και με το ίδιο το έργο γιατί δεν είναι προκαθορισμένο. Δεν ξέρω αν ονειρεύομαι. Παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται στη ζωή. Εύχομαι να έχω τη δύναμη και τη διαύγεια να αντιμετωπίσω ό,τι προκύψει. Δεν με απασχολεί πολύ ο χρόνος που περνά. Με ενδιαφέρει να προφθάσω να κάνω αυτό που θέλω. Δεν αισθάνομαι καθόλου ότι έχω ολοκληρώσει. Σαφώς, βέβαια, σκέφτομαι την αποχώρηση. Ευτυχώς που οι άνθρωποι πεθαίνουν διότι οι εποχές αλλάζουν και δεν είμαστε φτιαγμένοι για να ζήσουμε ούτε στη ρωμαϊκή εποχή ούτε στη δικτατορία του Ίλον Μασκ και του Τραμπ. Δεν με αφορά ο έλεγχος της ψηφιακής εποχής μας, η συνεχής συνδεσιμότητα. Εγώ αναπολώ τη στιγμή που έφυγα από το Λονδίνο για το Αφγανιστάν σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, χωρίς να έχω καμία επικοινωνία».
Χωρίς ούτε μισή δεύτερη σκέψη σας προτρέπω να αναζητήσετε σε βάθος μια μια τις παραπάνω κυρίες και να δώσετε στον εαυτό σας την ευκαιρία να δείτε μια άλλη ματιά της τέχνης από το 1960 κι έπειτα, μια ματιά πιο τρυφερή, πιο προβληματισμένη, πιο εύθραυστη. Μια ματιά που την κάμερα κρατά ένα γυναικείο χέρι, το γλυπτό σχηματίζεται από μια γυναίκα, ο ντελάλης είναι η ντελάλησα και τελικά ίσως να ήρθε η ώρα να γεμίσουμε τα μουσεία με γυναικείες υπογραφές και όχι άλλους Ανώνυμους.
Μαρία Μυλωνά