Φθινοπωρινό Καλωσόρισμα από τους εικαστικούς μας
Μπήκαμε πλέον σε εκείνη την εποχή που χιλιοτραγουδήθηκε, χιλιοζωγραφίστηκε και μαζί με την άνοιξη είναι οι μεγάλες δυο αδυναμίες όλων των καλλιτεχνών που πέρασαν ανά τους αιώνες. Ακόμα και οι καλοκαιρινές εικόνες, σε μια δεύτερη σκέψη, κρύβουν μέσα τους το φθινόπωρο, όταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ακόμα, η μέρα μικραίνει και ο ήλιος δύει πιο νωρίς μια γλυκειά μελαγχολία ή ακόμα και θλίψη μας αγκαλιάζει, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο. Οι καλλιτέχνες πάντως ήταν πάντα επιεικείς στη μαγνητική αυτή ατμόσφαιρα του φθινοπώρου, στις πρώτες ζακέτες που εμφανίζονταν, στις ομπρέλες που άνοιγαν ξαφνικά μπροστά μας, στα φύλλα που παραιτούνταν από τα δέντρα σε μια διαρκή αναζήτηση του επόμενου σκηνικού, στις κούπες που εμφανίζονταν ξαφνικά και άρχιζαν να αχνίζουν, σε εκείνα τα γήινα χρώματα, σχεδόν αδύνατο να το συλλάβεις, πόσες αποχρώσεις έχει το καφέ και το πράσινο, στα παιδιά που δε φώναζαν πια παρά φορτώνονταν τη σάκα τους και βάδιζαν προς το σχολείο, στα τζιτζίκια που σώπαιναν σιγά σιγά και πιο ολοκληρωμένα στην ηρεμία της μελαγχολίας του φθινοπώρου που όλα έμπαιναν στους ρυθμούς που επέβαλλε.
Οι καλλιτέχνες, φύσεις πιο ευαίσθητες και αέρινες, μυούνταν πάντα στις εποχές λίγο πιο έντονα, πιο πιστά και πιο απρόβλεπτα από ότι εμείς οι άλλοι. Για να μπορέσουμε για λίγο να κλέψουμε το βλέμμα τους και να ντυθούμε την ψυχή τους, επιλέξαμε έργα, δικών μας ελλήνων καλλιτεχνών που σαν μικρούς μαθητές θα μας μυήσουν στο χορό του φθινοπώρου, στην αλλαγή της εποχής, στο νέο σκηνικό που είναι μαγικό και έντονο.
Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης έτσι όπως ζωγραφίστηκαν από τη Μίνα Βαλυράκη, η ζωή που μπαίνει πάλι στους καθημερινούς της ρυθμούς και αφήνει πίσω της τη ραστώνη του καλοκαιριού. Η αίσθηση της πρώτης βροχής που επιτυγχάνεται σχεδόν μοιραία ανάμεσα στα έντονα και μουντά χρώματα, τόσο επιτυχημένα που νομίζεις πως μυρίζεις το χώμα να βρέχεται.
Η συγκρατημένη συναισθηματική θύελλα στους πίνακες του Δημοσθένη Κοκκινίδη. Ο αποχωρισμός και η γλυκειά θλίψη μιας άλλης αντάμωσης. Το να αφήνεις πίσω μια ξεκούραστη και χαρούμενη εποχή για να αγκαλιαστείς με μια νέα πιο μουντή και κακόκεφη. Το πάντρεμα του έρωτα ως συναίσθημα με το τοπίο και το γύρω περιβάλλον. Μια συνθήκη που εναλλάσεται διαρκώς και περνάει πολύ συχνά από το φθινόπωρο. Όπως και ο έρωτας που δε μένει μονίμως σε μιαν άνοιξη.
Οι πίνακες του Θανάση Λάλα με αναφορά στις πόλεις, τις αόρατες πόλεις, του Ίταλο Καλβίνο αλλά τις δικές μας. Για την ελπίδα που επιφυλλάσει ο κάθε μικρός και προγραμματισμένος θάνατος. Η πορεία προς το τέλος του έτους και η συνειδητοποίηση ότι έφυγαν οι τρυφερές εποχές του και ακολουθούν, δύο ακόμα, πιο στριφνές και θλιμμένες. Η αίσθηση της αναγέννησης εδώ με πιο αόρατα τα έντονα χρώματα της γέννησης. Όπως λέει και ο συγγραφέας… “Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ’ εμένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ’ ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω από τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζήσουν”.
Τα μικρά ζωγραφικά έργα του Ηλία Παπανικολάου, για τη δόμηση και την αποδόμηση που κάνει στο ρεαλιστικό χώρο. Για μια γλυκιά θλίψη που αποδίδουν οι σκόνες αγιογραφίας του, για τη δύναμη τα πιο απλά σχήματα να καταλήγουν και τα πιο προκλητικά. Όπως τούτη η εποχή, που όταν βάζει ένα ψιλόβροχο γίνεται η μέρα σαν μια μικρή τελετουργία. Αποκτά μια θεϊκή διάσταση. Φταίει άραγε που έχουμε τον ήλιο διαρκώς σύντροφο μας και στον ελάχιστο άνεμο ή στη βροχή νιώθουμε τόσο μαγεμένοι;
Η φθορά που κυριαρχεί στα έργα του Σωτήρη Σόρογκα. Σαν να έρχεται κατά πάνω μας μέρα με τη μέρα. Τόσο αληθινό σα σκέψη που μοιάζει τρομακτικό. Και την ίδια στιγμή τόσο προκλητικό για εμάς, να τρέξουμε, να ξεκινήσουμε, να προλάβουμε, να εξελιχθούμε πριν ο αμείλικτος χρόνος μας διαλύσει σε σκόνη. Όπως λέει και ο ποιητής “Καὶ φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.” ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Τα άδεια τοπία του Κώστα Σπυριούνη, μια ερημιά που ξέρουμε ότι επέρχεται στις εξοχές, καθώς τις εγκαταλείπουμε τρελαμένη για σχολεία, δουλειές και προγράμματα. Για συμβόλαια ζωής που υπογράψαμε στο βωμό μια εξέλιξης και μια παραγωγικής διαδικασίας. Κι εκείνα εκεί έρημα, να περνάνε φθινόπωρα και χειμώνες περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι για να ακουμπήσουμε την τρέλα μας, τη θλίψη μας, την κούραση και την αγανάκτηση μας.
Οι απεικονίσεις του Κωνσταντίνου Τόλη σαν μικρές ανατροπές μιας ροής. Έρεε το καλοκαίρι στα πόδια μας και μας ηρεμούσε το απαλό αεράκι κι έπειτα, έτσι ξαφνικά, να σου ο ήλιος που χάνεται νωρίς, να το το βράδυ που μας κυκλώνει γρηγορότερα, να εκεί που είχαμε βρει ένα ήρεμο τέμπο να κινούμαστε που ξαφνικά αλλάζουν όλα πάλι. Είναι από τις πιο δύσκολες αλλαγές τούτη του φθινοπώρου. Έρχεσαι γαλήνιος από μια άνοιξη και χαρούμενος από ένα καλοκαίρι και ξαφνικά όλα γίνονται πιο γκρι, πιο έντονα σε ρυθμούς, πιο τρελά και απαιτητικά. Στο χειμώνας είσαι πιο προετοιμασμένος, μιας και έχει προϋπάρξει το φθινόπωρο. Οι συνδυασμοί των χρωμάτων σε αυτά τα θέματα του Κωνσταντίνου Τόλη σου θυμίζουν πόσο πολύ είναι το φορτίο της αλλαγής από χαρά σε μελαγχολία, από κίτρινο σε γκρι σκούρο.
Οι νεκρές φύσεις του Αντώνη Απέργη για την ονειρική τους ατμόσφαιρα τα γήινα χρώματα τους και την αίσθηση πως η ωριμότητα των φρούτων πάει μαζί με τη φρεσκάδα των ανθών, για την αίσθηση της διαδοχής των εποχών και της ηρεμίας του πρόσκαιρου.
Η σκληρή ζωγραφική του Στέφανου Δασκαλάκη, που σε κάνει να ανησυχείς για όσα έρχονται, γιατί η ατμόσφαιρα των έργων του χαρακτηρίζεται από μια έρπουσα θλίψη και φθορά, από έναν μικρό θάνατο, όπως η φύση πεθαίνει κατά τους φθινοπωρινούς μήνες για να μείνει εντελώς γυμνή στο χειμωνιάτικο σκηνικό.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή περιήγηση σχεδόν πάντα μιλώντας για τη θλίψη θα μου έρχεται το έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη, όχι για τη μεγαλοστομία του θέματος, μήτε για το όμορφα αφημένο σώμα, μα γιατί τούτη η μελαγχολική θαλπωρή αυτή της εικόνας θα μου θυμίζει πάντα τον καθημερινό μόχθο, την ανάγκη για ομορφιά και την ομορφιά την ίδια που κρύβεται μέσα στο μόχθο κι ενίοτε υποθάλπτεται από αυτόν. Τα πεταγμένα άγαρμπα παπούτσια θα μου φέρνουν στο νου εκείνους τους μοναχικούς που δεν έχουν λόγο να διατηρήσουν το πρόγραμμα σεβόμενοι τη συγκατοίκηση με άλλους, εκείνους που βρίσκονται στο περιθώριο και η μοναξιά είναι ίσως το μεγαλύτερο βάσανο τους όσο κι αν φαντάζει μικρό για τη δική τους θέση. Τούτη η εικόνα κάθε φορά θα μου φέρνει τη θλίψη ενός χωρισμούς, ενός αποχαιρετισμού, ενός έρωτα μισοτελειωμένου ή και εντελώς τελειωμένου. Το φθινόπωρο που έρχεται να κρυώσει κι άλλο κάτι τέτοιες αφημένες καρδιές και να ρημάξει τούτα τα συνήθως λίγο θερμά σπιτικά.
Το φθινόπωρο που έρχεται θα μας βρει λιγότερο μόνους στην αγκαλιά της τέχνης και της ομορφιάς. Στη μόνη που δε θα μας προδώσει ποτέ. Βρείτε τους ομοιδεάτες σας και αγναντεύστε την ομορφιά της εποχής και της τέχνης.
Maria Myl
Graphic Designer