ΥΛΙΚΑ Ζωγραφικής μέσα στα χρόνια
Από την αρχή της ανθρωπότητας η ανάγκη της έκφρασης είναι αποδεδειγμένη. Οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να αναπαράγουν όσα βλέπουν μέσα στη μέρα τους, να «κρατούν» σημαντικές σημειώσεις από τις γνώσεις που αποκτούσαν και να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Αυτό που άλλαζε κάθε φορά ήταν το υλικό και το μέσο έκφρασης τους. Άλλοτε με ένα βότσαλο σημείωναν στο βράχο, άλλοτε με ένα μέταλλο σκάλιζαν την πέτρα, κι ύστερα από τα ίδια τα φυτά έφτιαξαν τα πρώτα τους χρώματα. Από τότε μέχρι σήμερα η ανάγκη της έκφρασης είναι το μόνο που έχει παραμείνει σταθερό. Ας περιηγηθούμε λίγο στον κόσμο των μέσων και των υλικών και πόσο αυτά αλλάζουν ή επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα, την εικόνα που εμείς – ως θεατές – αντικρίζουμε τελευταίοι.
ΜΟΛΥΒΙ
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας Προσχέδιο για την ανέκδοτη εικονογράφηση για το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, 1964-1965 Μολύβι σε ρυζόχαρτο Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα ©2018 Μουσείο Μπενάκη
Παίρνει το όνομα του από τον μόλυβδο που ήταν αρχικά το υλικό που χρησιμοποιούνταν, ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα. Ο μόλυβδος όμως δεν ήταν τόσο καλό μέσο για γραφή καθώς απαιτούσε μεγάλη δύναμη για κάθε γραμμή. Επίσης η μακροπρόθεσμη επαφή με τον μόλυβδο ήταν ανθυγιεινή για τον γραφέα. Έτσι με τον καιρό άρχισε να χρησιμοποιείται ο γραφίτης, λόγω της πιο χρήσιμης κρυσταλλικής δομής του. Στον γραφίτη οι δυνάμεις Φαν Ντερ Βαλς μεταξύ των στρώσεων είναι πολύ μικρές, με αποτέλεσμα την χαρακτηριστική απαλοιφή στρώσεων γραφίτη πάνω στο χαρτί που καθιστά εφικτό το γράψιμο. Είναι το πρώτο πράγμα που πιάνουν συνήθως σχεδιαστές, ζωγράφοι και γλύπτες για να σκαρώσουν τα προσχέδια από ένα νέο πίνακα, γλυπτό ή ό,τι άλλο.
ΠΑΣΤΕΛ ή ΚΡΗΤΙΔΟΓΡΑΦΙΑ
Παίρνουν το όνομα τους από το ιταλικό pastello που σημαίνει «λίγο ρολό ψωμιού». Η γαλλική λέξη εμφανίστηκε πρώτη το 1675. Χωρίζονται σε μαλακά και σκληρά κραγιόνια (δανεισμένο από τον κόσμο των καλλυντικών) και σε μορφή μολυβιού.
ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ ή ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
Άτιτλο, Μανώλης Χάρος
Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο είδος ζωγραφικής που τα τριμμένα χρώματα διαλύονται σε νερό. Η τεχνική αυτή έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στους τοπιογράφους του 18 ου αιώνα αλλά ο δεξιοτέχνης Άλμπερτ Ντύρεχτ την εφάρμοζε από τον 15ο αιώνα. Σε μερικά έργα του, χρησιμοποίησε ακουαρέλα για ν’ απλώσει χρώμα στα σχήματα που είχε ήδη δημιουργήσει με μελάνι, ενώ σε άλλα τη διαχειρίστηκε πιο ελεύθερα. Στην υδατογραφία, τα χρώματα πρέπει να είναι διάφανα, για να διακρίνεται το χαρτί, κάτω από την ζωγραφισμένη επιφάνεια, στοιχείο που βοηθά στη δημιουργία λεπτών αποχρώσεων και την επιτυχημένη απόδοση των ατμοσφαιρικών συνθηκών. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν κι ως επικαλυπτικά (gouache), με την προσθήκη κιμωλίας ή άλλων ουσιών. Οι υδατογραφίες γίνονται σχεδόν πάντα πάνω σε κάποιο ανθεκτικό χαρτί. Δεν προσφέρουν επικάλυψη του ενός χρώματος από το άλλο γιατί είναι αρκετά διάφανες. Συνήθως λοιπόν όταν ζωγραφίζουμε μια υδατογραφία ξεκινάμε από τις πιο ανοιχτές αποχρώσεις και προχωράμε στις πιο σκούρες. Λόγω της απλότητας της χρήσης της υδατογραφίας και του γεγονότος ότι στεγνώνει και γίνεται με απλά σχετικά μέσα, η χρήση της είναι πάρα πολύ διαδομένη.
GOUACHE ή ΤΕΜΠΕΡΑ
Women and Bird in the Night, Joan Miró, 1944, THE MET
H τέμπερα, το όνομα της οποίας προέρχεται από το ιταλικό guazzo «χρώμα ύδατος ή παφλασμός» είναι ένας τύπος χρώματος που αποτελείται από τη χρωστική ουσία που αναστέλλεται στο νερό. Η τέμπερα διαφέρει από την ακουαρέλα δεδομένου ότι τα μόρια είναι μεγαλύτερα, η αναλογία της χρωστικής ουσίας στο νερό είναι πολύ υψηλότερη και μια πρόσθετη, αδρανής, άσπρη χρωστική ουσία όπως η κιμωλία είναι επίσης παρούσα. Αυτό καθιστά την τέμπερα βαρύτερη και πιο αδιαφανή, με τις μεγαλύτερες αντανακλαστικές ιδιότητες. “Guazzo” ήταν αρχικά ένας όρος που εφαρμόστηκε στην πρόωρη πρακτική του 16 ου αιώνα της εφαρμογής του ελαιοχρώματος πέρα από μια βάση tempera. Ο όρος εφαρμόστηκε και τον 18 ο αιώνα στη Γαλλία αν και η τεχνική είναι αρκετά παλαιότερη. Χρησιμοποιήθηκε από τον 14 ο αιώνα στην Ευρώπη. Οι εικονογράφοι comics, χρησιμοποιούν συνήθως την τέμπερα. Μια παραλλαγή του μέσου είναι οι gouache découpées που δημιουργούνται από τον Henri Matisse, κολάζ δηλαδή με πλακάτα χρώματα. Η σειρά Nudes είναι ένα καλό παράδειγμα της τεχνικής.
ΜΕΛΑΝΙΑ
Sumo Skate Ζωγραφικό Έργο της Λίλας Μπελιβανάκη στον Εικαστικό Κύκλο Sianti
Χρωματιστή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην τυπογραφία, στη σχεδίαση, στη ζωγραφική και αλλού. Λέγεται μελάνη, γιατί το πρώτο χρώμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το μαύρο. Σήμερα βέβαια υπάρχουν πολλά είδη και χρώματα μελάνης, που είναι κυρίως διαλύματα χρωστικών διάφορων ουσιών και αραβικού κόμμεος. Η μελάνη είναι γνωστή σε αρκετούς λαούς από τα αρχαία χρόνια, όπως στους Αιγύπτιους, τους Βαβυλώνιους και τους Κινέζους, απ’ όπου και το όνομα «σινική» της ανεξίτηλης μελάνης. Αυτές οι μελάνες κατασκευάζονταν τότε με διάφορες ζωικές ή φυτικές ουσίες στις οποίες προσθέτονταν ζωική κόλλα ή κόμμι, όπως και μερικές πικρές ουσίες, για να μην καταστρέφονται από τα έντομα. Τα πιο γνωστά είδη μελάνης είναι: η μαύρη μελάνη για γράψιμο, οι χρωματιστές μελάνες, η ειδική μελάνη που έχουν φωτογραφικά όργανα, οι ανεξίτηλες μελάνες που περιέχουν κυρίως άργυρο, οι μελάνες κόπιας ή πολυγράφων, το καρμπόν, η σινική μελάνη που χρησιμοποιείται στο σχεδίασμα και περιέχει αιθάλη και η μελάνη τυπογραφείου. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν αυτή την μελάνη (οι πρώτοι που την ανακάλυψαν). Γίνεται από μείγμα λινελαίου και αιθάλης.
ΑΚΡΥΛΙΚΑ
Τα ακρυλικά χρώματα μπορούν να αραιωθούν με το ύδωρ, αλλά να γίνουν αδιάβροχα όταν ξεραθούν. Έγιναν αρχικά διαθέσιμα στο εμπόριο τη δεκαετία του ’50. Τα βασισμένα σε νερό ακρυλικά χρώματα πωλήθηκαν στη συνέχεια ως χρώματα σπιτιών «λάτεξ» αν και η ακρυλική διασπορά δεν χρησιμοποιεί κανένα λάτεξ που να προέρχεται από λαστιχένιο δέντρο. Σύντομα αφότου εισήχθησαν οι βασισμένοι στο νερό ακρυλικοί συνδυασμοί ως χρώματα σπιτιών, οι καλλιτέχνες και κυρίως οι μεξικάνοι muralists άρχισαν να ερευνούν τη δυνατότητα νέων συνδυασμών. Τα υδροδιαλυτά ποιοτικά ακρυλικά χρώματα έγιναν διαθέσιμα στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το ξεραμένο ακρυλικό χρώμα γενικά δεν αφαιρείται. Ένα κατάλληλο ακρυλικό gesso πρέπει να χρησιμοποιηθεί στον πρωταρχικό καμβά σε προετοιμασία για τη ζωγραφική με ακρυλικά χρώματα. Υπάρχουν επιβραδυντές για να παρατείνουν το χρόνο ξήρανσης. Οι ζωγράφοι πριν από τον 20 ο αιώνα ανάμιξαν τα χρώματά τους για να αυξήσουν τη μακροζωία του έργου τέχνης και να επιτύχουν το επιθυμητό φορτίο χρωστικών ουσιών. Οι ακρυλικοί ζωγράφοι τροποποιούν την εμφάνιση, τη σκληρότητα, την ευελιξία, τη σύσταση και άλλα χαρακτηριστικά της επιφάνειας των χρωμάτων.
ΛΑΔΙΑ
Άτιτλο Ζωγραφικό Έργο από τον Χρήστο Σαρακατσιάνο
Τα λάδια είναι ένα υλικό που ξεραίνεται αργά και συνήθως αναμειγνύονται με πετρέλαιο λιναρόσπορου. Χρησιμοποιήθηκαν τον 13 ο αιώνα στην Αγγλία κυρίως για απλούς διακοσμητικούς λόγους αλλά δεν υιοθετήθηκαν ευρέως πριν από τον 15 ο αιώνα. Οι κοινές σύγχρονες εφαρμογές του ελαιοχρώματος είναι στην προστασία του ξύλου και στα εκτεθειμένα σε εξωτερικούς χώρους μέταλλα. Οι ανθεκτικές ιδιότητες και τα φωτεινά χρώματα το καθιστούν επιθυμητό και για εσωτερική και για εξωτερική χρήση. Οι Φλαμανδοί καλλιτέχνες το χρησιμοποιούσαν με την τέμπερα από το 1400. Τα παλαιότερα γνωστά υπάρχοντα έργα ζωγραφικής με λάδια χρονολογούνται από το 650μ.Χ. και βρέθηκαν στις σπηλιές της κοιλάδας Bamiyan στο Αφγανιστάν. Εν τούτοις υπάρχουν λίγα στοιχεία να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο για τους αρχαίους μεσογειακούς πολιτισμούς της Ελλάδας, της Ρώμης και της Αιγύπτου. Οι πρώτοι χριστιανοί μοναχοί επίσης χρησιμοποίησαν αυτές τις τεχνικές στα έργα τους. Ένας Γερμανός μοναχός του 12 ου αιώνα σύστησε το πετρέλαιο λιναρόσπορου, στο 13 ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε μαζί με τέμπερα, στον 14 ο αιώνα ο Cennino Cennini παρουσίασε μια τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί την τέμπερα και καλύπτεται από ελαφριά στρώματα πετρελαίου. Η σημερινή τεχνική δημιουργήθηκε περίπου το 1400 από τον Ian Van Eyck. Αν και ο Van Eyck ήταν ο πρώτος που είχε παράξει το ξηραντικό μείγμα πετρελαίου, ο Antonello βελτίωσε αργότερα το ελαιόχρωμα προσθέτοντας το οξείδιο μόλυβδου, ο Leonardo da Vinci βελτίωσε αργότερα αυτές τις τεχνικές με το μαγείρεμα του μείγματος σε μια πολύ χαμηλή θερμοκρασία και την προσθήκη μελισσόκερου. Ο Giogione, o Titian και ο Tintoretto άλλαξαν ελαφρώς αυτή την συνταγή για τους δικούς τους λόγους. Ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία ο Rubens μελέτησε το ιταλικό μείγμα ελαιοχρωμάτων. Το 1841 ανακαλύφθηκαν τα ελαιοχρώματα σε σωλήνα και οι καλλιτέχνες μπόρεσαν να φύγουν από τα ατελιέ τους μιας και δεν έπρεπε πλέον να αλέθουν την κάθε χρωστική ουσία. Τα κατασκευασμένα χρώματα είχαν μια ισορροπημένη συνέχεια που ο καλλιτέχνης μπορούσε να λεπτύνει με την τερεβινθίνη. Η ζωγραφική έγινε πιο αυθόρμητη, αυτή η ανακάλυψη συνέβαλε στην άνοδο των ιμπρεσιονιστών που μπορούσαν πια να συλλάβουν το φως της εφήμερης στιγμής και τις εντυπώσεις που παρείχε.