Ο Πειραιάς στη ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη
Ο Πειραιάς, τόπος σε ιδιαίτερη γεωγραφική θέση, συνδέει πάντα την ιστορία του με την Αθήνα, αποτελώντας το λιμάνι της, το επίνειό της. Ο Πειραιάς είναι μια πόλη που απέκτησε μεγάλη ισχύ και αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό, πολιτισμικό και βιομηχανικό κέντρο ανά τους αιώνες. Μια ολοζώντανη πόλη- λιμάνι που κρύβει τη δική της ιστορία και την κάνει να μην μοιάζει με καμία άλλη. Εδώ χτυπάει η καρδιά κάθε Πειραιώτη. Ακόμα και αν δεν έχει βρεθεί κάποιος ποτέ στον Πειραιά, σίγουρα έχει ακούσει γι’αυτή την πόλη και την έχει πλάσει στο μυαλό του μέσα από τις ιστορίες του λιμανιού, τις προσφυγικές γειτονιές αλλά και από την αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική «άνοιξη», κομμάτι της οποίας είναι και ο πειραιώτης ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), ο οποίος αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πιο λαμπρούς εκπροσώπους της Γενιάς του ’30.
Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους Έλληνες καλλιτέχνες. Αναγνωρίσθηκε ως σπουδαίος ζωγράφος και σκηνογράφος. Γεννημένος στον Πειραιά το 1910, από πατέρα έμπορο και μητέρα απόγονο αριστοκρατικής οικογενείας, έζησε σε ένα τυπικό νεοκλασικό σπίτι στη διασταύρωση των οδών Λουκά Ράλλη και Βασιλέως Γεωργίου στο Πασαλιμάνι. Απέναντι από το σπίτι του, σε ένα περίφημο νεοκλασικό, έργο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, έμενε η θεία του η Δέσποινα, αδερφή της μητέρας του και γυναίκα του Μεταξά, βιομήχανου κονιάκ. Ανατρέφεται λοιπόν, στο μεγαλοαστικό περιβάλλον του Πειραιά, σύμφωνα όμως με τις επιταγές και τους κανόνες της πλούσιας οικογενείας του. Τα παιδικά του χρόνια, σφραγίζονται από τη γνωριμία με σπουδαίες προσωπικότητες του Πειραιά και της Αθήνας. Με πολιτικούς, εφοπλιστές, ηθοποιούς, ζωγράφους, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τους Κατίνα Παξινού, Ελευθέριο Βενιζέλο, Αιμίλιο Βεάκη, Νίκο Καββαδία. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις.
Το 1929 παρουσίασε τα πρώτα του έργα στο Άσυλο Τέχνης. Γνωρίζοντας την πρώτη του επιτυχία, αποφασίζει να φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσοβίου Πολυτεχνείου και συγκεκριμένα το διάστημα 1929 έως 1935 δίπλα στους καθηγητές Βικάτο, Παρθένη και Ιακωβίδη. Στη συνέχεια, ασχολείται με τη λαϊκή, δυτική, βυζαντινή και αρχαία παράδοση, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους κλειδιά της εποχής εκείνης, όπως τον Εγγονόπουλο, Σεφέρη, Πικιώνη, την Κοτοπούλη και την Κάλλας ενώ μαθαίνει και την τεχνική της νωπογραφίας και της αβγοτέμπερας κοντά στον Φώτη Κόντογλου ο οποίος τον μύησε στην βυζαντινή αγιογραφία. Στην συνέχεια και αφού έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, ταξιδεύει στο Παρίσι και στη Ρώμη και επηρεάζεται από το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ιμπρεσιονισμού και της Αναγέννησης και αργότερα γνωρίζεται με τον Matisse αλλά και με άλλους σπουδαίους δημιουργούς της σύγχρονης τέχνης. Το έργο του έχει μεγάλη απήχηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μάλιστα το έτος 1958 λαμβάνει μέρος στην Biennale της Βενετίας, μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης.
Ο Τσαρούχης δέχθηκε μεγάλη επιρροή και από τον Τσίλλερ, έναν από τους πιο λαμπρούς αρχιτέκτονες της εποχής του Γεωργίου Α’, ο οποίος όπως φαίνεται δεν επηρέασε μόνο το αστικό τοπίο του Πειραιά, αλλά και τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του ζωγράφου, ο οποίος έζησε δίπλα ή μέσα σε σπίτια σχεδιασμένα από τον συγκεκριμένο αρχιτέκτονα. Είχε πει χαρακτηριστικά: “Για μένα σπίτι είναι μόνο το νεοκλασικό“. Και πως να μην ήταν άλλωστε;! όταν στο σαλόνι του αρχοντικού της θείας του, την οικία Μεταξά, οικία που συγκαταλέγεται στα “θριαμβικά κατορθώματα” του Τσίλλερ, ζωγράφισε αμέτρητες φορές και εμπνεύστηκε καθώς σεργιανούσε μέσα σ ‘αυτό από μικρό παιδί. Ο Πειραιάς πλαισιωμένος με αυτά τα αριστουργήματα από την πλατεία Αλεξάνδρας δίπλα στην θάλασσα μέχρι τη Ζέα και το Τουρκολίμανο(σημερινό Μικρολίμανο) έμοιαζε στα μάτια του σαν μια πρωτεύουσα με απαράμιλλη θεατρικότητα, κάτι το οποίο προσπάθησε να δείξει και στους γύρω του, μέσα από τα έργα του. Παράλληλα, φαίνεται να μην αρκείται στα πλαίσια του σπιτιού του και της αριστοκρατικής του γειτονιάς. Ανακαλύπτει από νωρίς μια διαφορετική πραγματικότητα, αντιλαμβάνεται τον διχασμό του κόσμου που τον περιβάλλει, αφού από τη μία πλευρά συναντάει την ανώτερη τάξη της πόλης και από την άλλη τον λαό του μόχθου, τον Πειραιά της εργατικής τάξης, τον Πειραιά της βιοπάλης. Μάλιστα σε συνέντευξή του είχε πει “εγώ ήμουν πάντα στο πανεπιστήμιό μου το προσωπικό, στην κουζίνα δηλαδή, εκεί μάθαινα άλλα πράγματα που δεν τα δίδασκαν ούτε στο σχολείο ούτε στην κοινωνία που ζούσα, μιλούσα συνεχώς με τις υπηρέτριες και εκεί έμαθα πως είναι ο κόσμος”. Προσπάθησε λοιπόν στη ζωγραφική του, να ενώσει αυτούς τους δύο κόσμους, με τρόπο αρμονικό, χωρίς να χάνεται η αυθεντικότητά τους.
Η πειραϊκή του ταυτότητα, καθόρισε τον Τσαρούχη και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Πρόκειται για ένα σύνολο έργων που αποτυπώνουν μια ιδανική εικόνα για τον Πειραιά. Το ” χρυσό φως του Πειραιά” βιωματική εμπειρία του ζωγράφου, αντανακλά στα έργα του και ιδίως στην αποτύπωση νεοκλασικών σπιτιών που τονίζεται με παρεμβάσεις φωτοσκίασης. Είναι ο ποιητικός Πειραιάς με τα νεοκλασικά, τους λόφους αλλά και τη θάλασσα με τις εναλλαγές του χρώματος στις διαφορετικές ώρες της ημέρας, είναι ο ποιητικός Πειραιάς των αρχών του 20ου αιώνα. Ακόμα και τα φανταστικά τοπία που ζωγραφίζει ο Τσαρούχης τη δεκαετία του 1960 αποπνέουν τον αέρα της γενέτειράς του. Πρόκειται για μίξη αναμνήσεων από τα παιδικά του χρόνια, στοιχεία που τον ακολουθούν σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία, όπως τα τοπία με τους φοίνικες και τα βράχια, τα αετώματα, οι ναύτες, στοιχεία που παραπέμπουν στη χρυσή εποχή του Πειραιά, πάντα όμως με μία εξιδανίκευση.
Παρατηρώντας τα έργα του καλλιτέχνη, μας έρχεται στο νου το άλλο γνώριμο “πρόσωπο” του Πειραιά. Εκείνο το “πρόσωπο” της πόλης που κυριαρχεί η ζεστασιά, η απλότητα και συνάμα η αρχοντιά. Αυτό που δυστυχώς σήμερα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό πίσω από την μεγαλούπολη. Ο Πειραιάς που έζησε ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε προνόμια μοναδικά, αφού μιλάμε για την πρώτη πύλη της Ελλάδας προς την Ανατολή και Δύση. Εδώ πρωτόφταναν οι ξένοι και οι Έλληνες της διασποράς. Εδώ τελείωνε ο νόστος και άρχιζαν τα νέα ταξίδια. Αν μη τι άλλο, ο ζωγράφος ζώντας τα πιο ευαίσθητα χρόνια του σε αυτή την πόλη, δεν επηρεάστηκε μόνο από το μεγάλο εμπορικό λιμάνι που εκτείνεται ως τη Δραπετσώνα, το λαϊκό λιμάνι με τους εργάτες, τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις έως και τον υπόκοσμο αλλά και από το αστικό λιμάνι της Ζέας, το Πασαλιμάνι και την αρχοντική Καστέλα με τα καλαίσθητα σπίτια, που περιπλανώμενος αναμεσά τους νόμιζες πως περιβάλλεσαι από μια γιγαντιαία σκηνογραφία. Αυτές οι πολλαπλές εκδοχές, οι οποίες συνυπάρχουν στην πόλη του Πειραιά, αντικατοπτρίζονται και στα ζωγραφικά του έργα πρωτίστως με ισορροπία, χωρίς δηλαδή να χάνεται η ταυτότητα αυτών των “παράλληλων” κόσμων.
Πρόκειται για τον Πειραιά πριν την «απογύμνωση» μερικών από τα σημαντικότερα σημεία – «σύμβολά» του, τα οποία του προσέδιδαν αίγλη, όπως τα νεοκλασικά κτίρια τα οποία βεβηλώθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας ή άλλα κτίρια – ορόσημα για την ιστορική μνήμη. Μέσα λοιπόν από την καλλιτεχνική ματιά του Πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, γνωρίζουμε καλύτερα την πόλη του τότε. Η ματιά του Τσαρούχη, έτσι όπως αποτυπώνεται στα έργα του, ακόμα και αν αυτή «παρεκκλίνει» της ρεαλιστικής πραγματικότητας, μας γυρνάει στο χθες και μας φέρνει αντιμέτωπους με τη σημερινή εικόνα της πόλης. Επομένως, μας δίνεται η δυνατότητα, παρατηρώντας τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα, όχι μόνο να ανακαλύψουμε πτυχές του Πειραιά που δεν γνωρίζαμε αλλά και να αναθεωρήσουμε απόψεις και αντιλήψεις γι’ αυτή την πόλη, κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για τη διατήρηση της πειραϊκής ταυτότητας αλλά και για τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης σε μια εποχή, αυτή του 21ου αιώνα, που φέρνει μαζί της νέες προκλήσεις και δυσκολίες στη χάραξη και μεταλαμπάδευση της παράδοσής μας.
Πηγή Άρθρου:
Δημοσίευση με τίτλο: Η πόλη του Πειραιά μέσα από τη ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη: εικόνες, αναπαραστάσεις, σώματα και αισθήσεις ως ψηφιακά σημαινόμενα : http://dide.art.sch.gr/synedrio/images/vol1.pdf