“Ουτοπία” από το Στέλιο Γαβαλά
Φαίνεται ότι οι νεώτερες γενιές καλλιτεχνών μας αρνούνται να το βάλλουν κάτω. Χωρίς να είναι στιγμή επαναπαυμένοι, πόσο περισσότερο σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικής απαισιοξίας, περιπτώσεις όπως αυτή του Στέλιου Γαβαλά, είναι ξεχωριστές. Σχεδόν ανά εξαετία ο καλλιτέχνης μας εκπλήσσει με καινούριες ενότητες έργων που συνεχίζουν ένα ποιητικό ταξίδι στο όραμα για έναν κόσμο ονειρικό, ιδανικό, ουτοπικό! Όπως γράφει ο ιστορικός της τέχνης Γιάννης Κολοκοτρώνης, καθηγητής στο ΔΠΘ, « […] για περισσότερα από δέκα πέντε χρόνια, ο Στέλιος Γαβαλάς, επινόησε και διαρκώς το εμπλουτίζει, ένα οπτικό λεξιλόγιο ουτοπικής τέχνης για να εισβάλλει στα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Θυμόμαστε την ουτοπική του προσπάθεια, στη σειρά “παρά θιν αλός” (2001. Γκαλερί Έκφραση), να παγιδεύσει τη θάλασσα σε βαλίτσες, παλιά κασόνια, βάρκες και ταχυδρομικούς σάκους, σαν τον Ξέρξη που διέταξε τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν τη θάλασσα του Ελλησπόντου. Θυμόμαστε στις “Αιωρούμενες Πολιτείες” (2007. Εικαστικός Κύκλος), τα πολύχρωμα μοντέλα πόλεων να ταλαντεύονται στο χώρο, σαν μπαλόνια φουσκωμένα, πάνω από ψηλόλιγνες φιάλες αερίου. Στην καινούρια σειρά έργων με τον τίτλο “Ουτοπία” οι σκάλες είναι το μεταφορικό μέσον για την ταξιδιωτική μυθοπλασία, και το σύννεφο, ένας διαρκής μεταβαλλόμενος αχαρτογράφητος τόπος ονείρων […] το οπτικό παιχνίδι ανάμεσα στην μεταλλική κατασκευή και το μαλακό βαμβάκι συνθέτουν εξαιρετικής ποιότητας αντιθέσεις, εναλλαγές και εντάσεις για μια αισιόδοξη ποιητική πορεία ανόδου και συνέχειας».
Η «Oυτοπία» του Στέλιου Γαβαλά
Η Ουτοπία είναι μια φιλοσοφική έννοια ανάμεσα στον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό, ανάμεσα στην Ιστορία και τον Μύθο. Μεταξύ τους και χωρίς περιοσμούς, κινείται η ανθρώπινη επιθυμία. Αυτή, διαρρηγνύει τα όριά τους, έτσι ώστε το ανθρώπινο όν να επιβιώνει σ’έναν υλισμό με στόχους, να επιδιώκει υλοποιήσιμα ιδεώδη, να διδάσκεται από μια ιστορία με πρότυπα και να επινοεί μια μυθολογία του πολιτισμού βγαλμένη από τις συνήθειες των λαών. Οι απραγματοποίητες επιθυμίες παραμένουν στη σφαίρα της ουτοπίας, ενώ οι υλοποιήσιμες, κάτω από ειδικές συνθήκες και μέσω των κοινωνικών μηχανισμών, μεταπηδάνε στη σφαίρα στου πραγματικού. Βυθισμένος σ’ αυτές τις έννοιες, για περισσότερα από δέκα πέντε χρόνια, ο Στέλιος Γαβαλάς, επινόησε και διαρκώς το εμπλουτίζει, ένα οπτικό λεξιλόγιο ουτοπικής τέχνης για να εισβάλλει στα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Θυμόμαστε την ουτοπική του προσπάθεια, στη σειρά “παράθιναλός” (2001. Έκφραση) να παγιδεύσει τη θάλασσα σε βαλίτσες, παλιά κασόνια, βάρκες και ταχυδρομικούς σάκους, σαν τον Ξέρξη που διέταξε τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν τη θάλασσα του Ελλησπόντου. Θυμόμαστε στις “Αιωρούμενες Πολιτείες” (2007. Εικαστικός Κύκλος), τα πολύχρωμα μοντέλα πόλεων να ταλαντεύονται στο χώρο, σα μπαλόνια φουσκωμένα, πάνω από ψηλόλιγνες φιάλες αερίου. Στην καινούρια σειρά έργων με τον τίτλο “Ουτοπία” οι σκάλες είναι το μεταφορικό μέσον για την ταξιδιωτική μυθοπλασία, και το σύννεφο, ένας διαρκής μεταβαλλόμενος αχαρτογράφητος τόπος ονείρων. Ο Χριστιανισμός, ερμηνεύοντας μεταφορικά τη λύτρωση από την αμαρτία, εικονογράφησε την κλίμακα στο όνειρο του Ιακώβ, την Παναγία των Χαιρετισμών ως τη σκάλα για να κατέβει ο Θεός στους ανθρώπους («Χαίρε κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός”), και τις τριάντα βαθμίδες της κλίμακας του Ιωάννη του Σιναΐτου για να ανέβει ο άνθρωπος στον Θεό. Στο νέο ταξίδι του Γαβαλά δεν υπάρχει χριστιανικός εξαγνισμός, ούτε αριστοτέλεια κάθαρση. Ο καλλιτέχνης δεν είναι άγιος, ούτε ενεργεί ακολουθώντας άγραφους κανόνες ηθικής. Ως ενδιάμεσος, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, δημιουργεί ποικίλες ανυσοϋψείς μεταλλικές κατασκευές, τις σταθερές κατακόρυφες σκάλες στο χώρο. Και πρόκειται για μια ψυχολογική προσέγγιση της ανθρώπινης επιθυμίας όταν επιλέγει τη σταθερότητα της κατασκευής αντί μιας σκαλιέρας, δηλαδή, μιας σχοινένιας αιωρούμενης ασταθούς σκάλας σαν αυτές που χρησιμοποιούνται στα πλοία. Ο θεατής πρέπει να εξοικειωθεί για να ξεπεράσει το ομοειδές ανεκδοτολογικό τους περιεχόμενο, για να αρχίζει να διακρίνει την ποικιλία των κατασκευών. Μονοί ανοδικοί έλικες, διπλοί έλικες που παραπέμπουν στη δομή του DNA, κάθετα ζικ ζακ, κυκλικές και αξονικές σκάλες, όλες είναι μεταλλικές κατασκευές, που χάνουν τη βαρύτητά τους όταν στην κορυφή συναντώνται με ανάλαφρα λευκά σύννεφα από βαμβάκι. Αυτό, το οπτικό παιχνίδι ανάμεσα στην σκληρή υφή του μετάλλου και τη μαλακιά του βαμβακιού, ανάμεσα σ’ ένα υλικό του βιομηχανικού κόσμου και ένα φυσικό υλικό, που κατά καιρούς απασχόλησε τους καλλιτέχνες στον 20ο αιώνα, συνθέτουν εξαιρετικής ποιότητας αντιθέσεις, εναλλαγές και εντάσεις. Όσοι αναγνωρίζουν στις σκάλες του Αχιλλέα Απέργη (1909-1986) ένα οδοιπορικό στη Γνώση, και βλέπουν σήμερα στις σκάλες του Στέλιου Γαβαλά ένα ταξίδι στην Ουτοπία, αντιλαμβάνονται την καταπληκτική δύναμη του συμβόλου πέρα από τη λειτουργικότητά του, σε διαφορετικές εποχές, να κατευθύνει μια ποικιλία εννοιών προς τον θεατή, ίσως, περισσότερα απ’ αυτά που μπορεί να έχει ο θεατής κατά νου. Και αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι, μια ακόμη από τις αρετές μιας τέχνης για όλες τις εθνότητες και πέρα από αυτές. Σε μια εποχή, με δύσκολες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες και με διαρκείς αναθεωρήσεις των αξιών της, η εμπνευσμένη Ουτοπία του Στέλιου Γαβαλά είναι μια αισιόδοξη ποιητική πορεία ανόδου και συνέχειας.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Ιστορικός της Τέχνης
Αναπληρωτής Καθηγητής,
Τμήμα Αρχιτεκτόνων – Μηχανικών, ΔΠΘ