ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΕΡΙΚΩΣ ΦΩΤΕΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Η Σοφία Φωτιάδου στη σειρά έργων της “Out of the box” που παρουσιάζονται στη Sianti Gallery έως 16 Μαρτίου, επιχειρεί να βουτήξει μέσα στην εικόνα, στο ιστορικό πορτραίτο και να ψάξει την ψυχή των εικονιζομένων θέλοντας, έστω και αιώνες μετά, να δώσει άλλη διάσταση σε αυτά τα υπέρλαμπρα πορτραίτα, μάρτυρες της κοινωνικής τάξης και ίσως και κάποιου τίτλου τιμής, μα με μηδενικές αναφορές στην ψυχή και το βίο των εικονιζομένων τους.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑΣ
Η κλασική προσωπογραφία, που στο μεγαλύτερο της μέρος ακόμα και σήμερα, είναι ανάγκη μιας προνομιούχας τάξης υπάρχει στις μεγάλες αίθουσες τέχνης ανά τον κόσμο και δημιουργεί ακόμα και σήμερα ποικίλα ερωτήματα. Υπάρχει εκεί για να υμνήσει τη σωματική ομορφιά, τη δύναμη και τις θέσεις εξουσίας, ελάχιστα όμως έως και καθόλου δεν μεταφέρει την ψυχή του προσώπου που ποζάρει, το παλλόμενο εσωτερικό του κόσμου και παραμένει στην απεικόνιση των κεκτημένων του. Γεννιούνταν εδώ ορισμένα ερωτήματα ουδόλως ασήμαντα, όπως παραδείγματος χάριν, γιατί αφού τα κλασικά πορτρέτα δεν φέρουν καμίας κοινωνικής ή ανθρωπιστικής διάθεσης πιάνουν χώρο στους τοίχους των μουσείων και των γκαλερί, τι έχουν να διδάξουν τον σύγχρονο θεατή εκτός από ιστορία και οικογενειακά δέντρα μεγάλων οίκων; Επιπλέον, ακόμα και έτσι ως προβολή δυνατών προσώπων της ιστορίας της ανθρωπότητας μεταφέρουν κάποιο μήνυμα ή αποτελούν μια λύση έως την εύρεση της φωτογραφίας; Έχουν σίγουρα μια κάποια αισθητική αξία όμως μήπως τα ειδώλια της αρχαιότητας στερούνται αυτής; Είναι μια καταγραφή υφασμάτων, ενδυμάτων και λαμπερών αξεσουάρ που εκτός της ομορφιάς υπάρχουν για να θυμίζουν και το προνόμιο; Στέκουν δίπλα στους ελαιοτρίβες και τους αγρότες του Βαν Γκονγκ για να υπογραμμίσουν κάτι ή μήπως τυχαία ανήκουν όλα στη συλλογή του μουσείου; Τα πορτρέτα ακόμα και στις μέρες μας αποτυπώνουν κάτι το σκανδαλώδες, το μέγα “εγώ” του εικονιζόμενου που “ξεκουράζεται” μέσα σε μια αισθητική και ιστορική καταγραφή. Είναι αυτό κάτι που μας ενδιαφέρει να αλλάξει ή να νοηματοδοτηθεί διαφορετικά τόσα πολλά χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση;
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
Η ζωγράφος ανατρέχει στην ιστορία της τέχνης με μια διάθεση εξερεύνησης της κλασικής προσωπογραφίας μέσα από την ίδια της την προσωπικότητα και τις ανησυχίες. Που στέκει μια σύγχρονη δημιουργός απέναντι σε αυτά τα ευφάνταστα πορτρέτα; Τι της λείπει από εκείνα και πως η αισθητική τους αξία μπορεί να έρθει στο σήμερα ή ακόμα και στο αύριο χωρίς να χάνεται η ιστορική τους πορεία; Οι βασικές κάθετες γραμμές της δουλειάς της είναι η διατήρηση των σωμάτων όπως ακριβώς αναπαρίστανται και στα κλασικά πορτρέτα και η χρήση του οργάνου του ματιού ως ένα ενδοσκοπικό εργαλείο όπου θεατής και εικονιζόμενος ξεκινάνε μια κοινή περιπέτεια στο βαθύ παρελθόν για να εντοπίσουν εκείνα τα στοιχεία που τους συνδέουν ή τους διαφοροποιούν. Η ίδια η ζωγράφος μας εξηγεί πως “τα πορτρέτα αυτά είναι μια διασταύρωση του σουρεαλισμού και της ιστορίας της τέχνης, έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν αλλά είναι στραμμένα στο μέλλον” . Τη φράση της αυτή την καταλαβαίνουμε πλήρως, αυτό που δεν ξέρουμε είναι πως καταλήγει η κοινή μας περιπέτεια; Αν τελικά μέσω των εργαλείων που μας διαθέτει η Σοφία Φωτιάδου παίρνουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, σε σημείωμα της στη Βασιλική Σιαντή, Art Director της Sianti Gallery η Σοφία Φωτιάδου σημειώνει: “Το «Out of the Box» είναι μια σειρά από πίνακες, που ξεκίνησα να δημιουργώ το 2020. Πολλά από αυτά εμπνεύστηκαν από τη μελέτη μου για τα παραγγελθέντα πορτρέτα που ζωγράφισαν στις ευρωπαϊκές βασιλικές αυλές κατά την περίοδο του ροκοκό καλλιτέχνες όπως ο Jean-Martial Frédou, ο François Hubert Drouais και ο Ernst Joseph Thelott και άλλοι. Μέχρι σήμερα, είναι η μόνη σειρά στην οποία προσπάθησα να συγχωνεύσω τόσο διαφορετικά στυλ όπως το ροκοκό και ο σουρεαλισμός, παρουσιάζοντας μια απροσδόκητη ανατροπή για τον θεατή. Οι φιγούρες απεικονίζονται στο σύνολό τους, στολισμένες με πολυτελή ενδύματα που αναδεικνύουν τη χλιδή της αριστοκρατίας. Ωστόσο, στη θέση όπου θα ήταν παραδοσιακά το κεφάλι, υπάρχει ένα σχολαστικά ζωγραφισμένο ανθρώπινο μάτι και άλλες φορές στρεβλώσεις της μορφής.”
ΤΑ “ΠΑΡΑΓΓΕΛΘΕΝΤΑ” ΕΡΓΑ ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΑ ΕΙΝΑΙ;
Πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, η Σοφία Φωτιάδου αναφέρει τον χαρακτηρισμό “παραγγελθέντα”. Έρχονται στο μυαλό μου και ίσως και στο δικό σας, τα παραγγελθέντα λόγια του Διός που ο βασανισμένος έπρεπε να εκτελέσει για να λάβει συγχώρεση, έρχονται στο μυαλό μου τα παραγγελθέντα πλοία σε κατάσταση φρικτής πολιορκίας που έπρεπε να σπεύσουν ραγδαία για να σώσουν τη μάχη. Παραγγελθέντα και κατ’ εντολή έργα που σήμερα μας απασχολούν, ακόμα κι αν δεν μας αφορούν ή τελικά δεν αφορούσαν ποτέ κανέναν άλλο παρά τον εντολοδόχο και τον εκτελεστή. Οι ευρωπαϊκές αυλές μισθώναν το ταλέντο των ζωγράφων για να υπενθυμίσουν στους καλεσμένους τους ποιοι είναι και τι είναι και πως ορίζονται. Οι καλεσμένοι προφανώς υπέφεραν από τη μνήμη τους κι έτσι έπρεπε να υπάρχει αυτή η διόλου διακριτική υπενθύμιση. Ένα συνήθως μεγάλο σε διαστάσεις πορτραίτο και πλουμιστό που υπογράμμιζε τη θέση και το κύρος του εικονιζόμενου. Το μπαρόκ (17ος-18ος αιώνας) που προέρχεται από την πορτογαλική λέξη “barocco” η οποία σημαίνει ακαλλιέργητο μαργαριτάρι, φαίνεται να αποτελεί μια τραγική ειρωνία ως σχόλιο σε αυτά τα πορτραίτα. Χαρακτηρίζεται από την υπερβολική διακόσμηση που απομακρύνεται από την απλότητα και την λιτότητα, από μια υπερβάλλουσα θεατρικότητα στις στάσεις και τις χειρονομίες των μορφών όπου εσκεμμένα απουσιάζει η φυσικότητα. Το ροκοκό από την άλλη (αρχές 18ου αιώνα) στις αυλικές χώρες όπως η Αγγλία, η Ιταλία και η Γαλλία ανθίζει και πρόκειται για ένα ιδιόμορφο ύφος των εικαστικών τεχνών. Ο όρος “ροκοκό” προέρχεται από την γαλλική λέξη “rocaille” που σημαίνει κοχύλι. Το ροκοκό εκφράζει κυρίως το γυναικείο στυλ της εποχής, είναι ελαφρύ, με διακοσμητική διάθεση, πολυτελές και αισθησιακό ενώ δεν παύει στιγμή να αιχμαλωτίζει την αδιατάραχτη, εύκολη και πλούσια ζωή της μοναρχίας και της αριστοκρατίας. Το ροκοκό, κυριαρχείται από τα γούστα και την κοινωνική πρωτοβουλία των ισχυρών γυναικών της εποχής όπως η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ ή η Μαρία Τερέζα. Η “ελαφρότητα” που όμως υποδεικνύεται, από τις ισχυρότερες γυναίκεςτων βασιλικών αυλών. Μια ακόμα ειρωνεία(;) Εάν το μπαρόκ εκφράζει τον ηρωισμό και τον ενθουσιασμό του αρσενικού φύλου, το ροκοκό θα λέγαμε πως δίνει μορφή στο ελαφρό, χιουμοριστικό πνεύμα του γυναικείου. Ή τουλάχιστον αυτό ήθελαν να μας πείσουν πως συμβαίνει στις αυλές τους.
Όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί, το ελαφρύ και το βαρύ, το χιουμοριστικό και το επιβλητικό, το θηλυκό και το αρσενικό, όλες αυτές οι ταυτότητες που κατ’ εντολή δημιουργούνται και η άγνωστη τελικά ρεαλιστική διάσταση του εικονιζόμενου φαίνεται πως κίνησαν αρχικά την περιέργεια της Φωτιάδου και την έστρεψαν να μελετήσει και να δημιουργήσει μια ευκαιρία για όλους αυτούς να κοιτάξουν – έστω και αργά – στα έγκατα της ψυχής τους ή να κοιτάξουμε εμείς πέρα από τα φαντεζί κοστούμια τους και τις ευθυτενείς πλάτες τους το ανθρώπινο βάρος ό,τι πρόσημο κι αν κουβάλησε αυτό μέσα στην ιστορική πορεία. Το μάτι ως εργαλείο ενδοσκόπησης, οι παραποιημένες μορφές με έναν τόνο μαλλιά πάνω στο κεφάλι, τα παραμορφωμένα πρόσωπα δεν είναι τίποτα άλλο παρά απεικονιστικές εκδοχές του εσωτερικού τοπίου του κάθε εικονιζόμενου και ίσως τελικά αυτές οι διαστρεβλώσεις να λειτουργούν και ως μικροί καθρέφτες που μέσα τους μπορεί ο θεατής να προβάλει και το δικό του είδωλο και να αναρωτηθεί γιατί του κεντρίζει το ενδιαφέρον το τάδε και όχι το δεινά πορτραίτο. Εν αντιθέσει με τις ιστορικές εποχές που σκηνοθετούνταν τόσο από τις αυλές όσο και από τους εκτελεστές της διακόσμησης, ζωγράφους, αυλικούς, βασιλείς, όλο δηλαδή το enfant gâté του Ευρωπαϊκού κόσμου η Φωτιάδου δίνει την ευκαιρία να αποδομήσουμε και να επαναξετάσουμε αυτό το παραχαϊδεμένο παιδί της Ευρωπαϊκής κουλτούρας που ακόμα και σήμερα ως σύγχρονος δυνάστης υπογράφει ύφη, καταγωγές, στερεότυπα, διαθέσεις και όνειρα.
ΚΙ ΕΜΕΝΑ, ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ;
Οι ταυτότητες αυτών των κλασικών προσωπογραφιών βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και, δεν γελιέμαι, θαυμάζονται ακόμα και σήμερα και εμπνέουν σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο από εκείνο του στυλ ή της ενδυματολογίας. Υπάρχουν όμως στα μουσεία, όχι επειδή έτυχε να ανήκουν στη συλλογή του κάθε μουσείου αλλά για να μιλήσουν έστω και μελανά για την εξέλιξη της ανθρωπότητας, από τη μοναρχία και τη βασιλεία, σε έναν πιο δημοκρατικό κόσμο, σε πολέμους, σε ταξικές αδικίες, σε επαναστάσεις, σε ένα μέλλον πάντα αβέβαιο και συχνά μη διαβασμένο από το παρελθόν. Υπάρχουν εκεί, για να μας προβληματίσουν και όχι μόνο για να μας μορφώσουν ιστορικά, υπάρχουν για να μας ρωτήσουν και να μας βάλουν να ψάξουμε τις απαντήσεις. Η αισθητική τους αξία είναι βέβαιη όμως η τέχνη, η πηγαία τέχνη δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το αν είναι όμορφη ή άσχημη, αυτές ήταν απλά δυο ακόμα ταμπέλες που την απομάκρυναν από αυτό που πραγματικά θέλει να είναι, αυθεντική. Τα πορτρέτα είναι μια εξαιρετική καταγραφή της ανικανότητας μας να ξεφύγουμε από τα δεσμά μας και να υποκύπτουμε κάθε φορά είτε από ματαιοδοξία, είτε από συμφέρον στο ζυγό της ομορφιάς, της αποδοχής, της κοινωνικής ύπαρξης. Όμως οι ισχυρές γυναίκες των αυλών δεν ήταν μόνο όμορφες και ελαφριές, ήταν και σκληροτράχηλες, βιαστικές, γυναίκες που καταπίεζαν άλλες γυναίκες, συγγενείς ακόμα και συζύγους. Οι άνδρες δεν ήταν στοχαστές και ειρηνιστές, ήταν στρατηγοί, σκότωναν και αδημονούσαν να επεκτείνουν τον πλούτο τους. Όλα αυτά δε τα αναφέρω ως ένα μεγάλο “κατηγορώ” αλλά ως ευκαιρία στα πορτρέτα της Σοφίας Φωτιάδου να σκεφτούμε την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να βρούμε το σκληρό και το μαλακό, το βαρύ και το ελαφρύ μέσα μας και να στοχαστούμε όχι σε ποια μεριά της ιστορικής καταγραφής στεκόμαστε αλλά στο αν και κατά πόσο δεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό με όλες του τις αντιθέσεις, τα φωτεινά και τα μελανά σημεία του. Η προσπάθεια μας να βγούμε στο φως είναι εκείνη που μας καθιστά ανθρώπους ακόμα κι αν τελικά δε βγούμε ποτέ.
Κλείνοντας θέλησα να δω ποιο πορτραίτου από τη σειρά “Out of the box” ψιθύριζε στο δικό μου αφτί λίγο παραπάνω από όλα τα άλλα. Σας το παραθέτω αντί φωτογραφίας μου!
Μαρία Μυλωνά