Κώστας Πανιάρας – Μια σύντομη αναδρομή στη ζωή και το έργο του
Ο Πανιάρας γεννήθηκε στις 28 Μαΐου 1934 στο Κιάτο Κορινθίας από τον Γιάννη Πανιάρα και την Μίνα Γεωργούλη. Το 1944 στα Δεκεμβριανά η οικογένεια βρίσκεται αποκλεισμένη σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο. Ο δεκάχρονος Κώστας βλέπει για πρώτη φορά «σύνεργα» ζωγραφικής και χρώματα στο δωμάτιο ενός σπουδαστή της Σχολής Καλών Τεχνών, αποκλεισμένου επίσης στο ίδιο ξενοδοχείο. Προσπαθεί σε αδέξια σχέδια εκ του φυσικού, να αποδώσει τα «εξαδάκτυλα» χέρια ενός νεαρού καμαριέρη… Αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής με τον Θεόδωρο Λεκό (Ερρίκο). Από το 1953 αρχίζει να επισκέπτεται τις εκδηλώσεις τέχνης της εποχής. Το Νοέμβριο, στην Αίθουσα του ξενοδοχείου «Κεντρικόν», η έκθεση του Γιάννη Μηταράκη αναζωπυρώνει τη νεανική έλξη του για τη ζωγραφική και με μεσολάβηση του ίδιου του ζωγράφου, παίρνει εβδομαδιαία ιδιαίτερα μαθήματα από την Ελένη Ζογγολοπούλου. Τον Φεβρουάριο του ‘54, η έκθεση του Γιάννη Γαΐτη, στην ίδια αίθουσα του Ξενοδοχείου «Κεντρικόν», γίνεται αφορμή της οριστικής διακοπής των Νομικών σπουδών του Κώστα Πανιάρα. Το 1956 μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρακολουθεί την τάξη του Προκαταρκτικού με καθηγητή το Γιάννη Μόραλη. Πρωτοετής στο εργαστήριο του Μόραλη, βρίσκεται στην, πρώτη ατομική του έκθεση στην Αίθουσα Μόνικας Πέην, Κριεζώτου 1. Παρά την καταρρακτώδη βροχή, η αίθουσα γεμίζει και συμπληρώνεται από την τότε κυρίαρχη τριανδρία Μόραλη, Τσαρούχη και Γκίκα. Παρόντες και οι τεχνοκριτικοί της εποχής Σπητέρης, Πετρής και άλλοι που χαιρετίζουν ομόφωνα και επαινετικά την έκθεση. Ακολουθεί ένα τρίμηνο ταξίδι στην Ιταλία. Από τη Βενετία ως τη Νεάπολη, με ενδιάμεσους σταθμούς στις περισσότερες πόλεις τέχνης, μελετάει τα μεγάλα μουσεία της χώρας και επισκέπτεται πολλές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης.
Τον Οκτώβρη του ίδιου σημαδιακού 1956, ο Κώστας Πανιάρας φεύγει για το Παρίσι. Εγκαθίσταται στο 18, rue d’Odessa, στο Montparnasse και εγγράφεται στο τμήμα Λιθογραφίας της École des Beaux Arts. Παράλληλα, με συστατικό γράμμα του Xατζηκυριάκου-Γκίκα, αρχίζει ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής με τον André Lhôte. Συγχρόνως, στη σχολή του Gino Severini, σπουδάζει την τέχνη της νωπογραφίας και του ψηφιδωτού. Τα περισσότερα βράδια σχεδιάζει γυμνό στην Académie de la Grande Chaumière. Στα καφενεία του Saint Germain des Prés γνωρίζεται με πολλούς ζωγράφους και αναπτύσσει στενή φιλία με τον Τσίγκο, τον Γαΐτη και τον Μολφέση. Τον Ιανουάριο του ’58 κάνει τα πρώτα θεατρικά σκηνικά και κοστούμια για τον Μινώταυρο του André Gide. Από το 1959 εγκαθίσταται στο Quartier Latin, 6 rue Christine, όπου θα ζήσει τα υπόλοιπα 16 χρόνια της παρισινής ζωής του. Αποστασιοποιείται από την αναπαραστατική τέχνη και ζωγραφίζει τα πρώτα ριζοσπαστικά ανεικονικά έργα του. Από το 1960 έως και το 1967 εκθέτει με τον Ιόλα στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα, τη Φρανκφούρτη και την Τεχεράνη με εκπληκτική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Το 1976 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταφέροντας και όσα έργα του είχαν απομείνει από την εικοσαετή παρισινή παραγωγή του. Στις 18 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, πυρκαγιά καταστρέφει ολοκληρωτικά το πατρικό σπίτι και το εργαστήριο στο Κιάτο. Έργα και αρχεία δύο δεκαετιών χάνονται σε μία νύχτα. Ένα χρόνο μετά, αρχίζει τη νέα σειρά “Ημέρα και Νύχτα” με τα κυριαρχικά κόκκινα και μπλε που θα γίνουν, μαζί με τα χρυσά και ασημένια, τα χρώματα – κλειδιά της μετέπειτα δουλειάς του και το 1979 κάνει τις πρώτες δοκιμές των χαρακτηριστικών επιζωγραφισμένων αρχαίων αντιγράφων, που θα ενσωματωθούν διαδοχικά στη σειρά “Ημέρα και Νύχτα”.
Το 1981 εκθέτει πίνακες και γλυπτά της νέας σειράς του, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Ο συλλέκτης Δάκης Ιωάννου αγοράζει την Κορινθιακή Κολόνα, έργο – άξονα της έκθεσης- επιστροφής του Πανιάρα και την τοποθετεί στον χώρο του Ξενοδοχείου Ιntercontinental. Το 1982 παρουσιάζεται ανάλογη ατομική έκθεση με έργα από την ίδια σειρά “Ημέρα και Νύχτα”, στη Galerie Samy Kinge στο Παρίσι. Όλα τα έργα της έκθεσης προαγοράζονται από τον διεθνή συλλέκτη James Kennedy. Στο Φεστιβάλ Λευκωσίας, στην Πύλη της Αμμοχώστου, όπου εκθέτει τα πρώτα έργα με τα πλαστικοποιημένα υφάσματα, συνδέεται φιλικά με τον Κύπριο συλλέκτη Δημήτρη Πιερίδη.
1983 Γνωρίζει τη Μέτα Φιλίππου, στις 22 Μαρτίου βρίσκονται μαζί στη Νέα Υόρκη, όπου στην Iolas – Jackson Gallery. παρουσιάζονται τα νέα έργα με φύλλα βινυλ και γλυπτά από τη σειρά “Ημέρα και Νύχτα”. Το ίδιο καλοκαίρι η Μέτα και ο Κώστας παντρεύονται. Το 1984 «περνά» από την Πινακοθήκη Πιερίδη, τη Γκαλερί «Νέες Μορφές», το παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη στο Φάληρο, το νέο τότε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, την Εθνική Πινακοθήκη, την Πλατεία Συντάγματος όπου δημιουργεί ένα εντυπωσιακό εικαστικό περιβάλλον, με χρωματιστά λάβαρα και 4.500 μπαλόνια να «υπερίπτανται» για τα “Δρώμενα ’88”, του Δήμου Αθηναίων και την Πάτρα όπου εκτελεί την “Επιφοίτηση”, κατασκευή ύψους 8 και μήκους 17 μέτρων, στην παλιά Αγγλικανική Εκκλησία της πόλης. Το μνημειακό αυτό έργο προξενεί θύελλα αντιδράσεων στη μικρή τοπική προτεσταντική κοινωνία.
Καταπιάνεται με τα σκηνικά θεάτρου σε παραστάσεις όπως ο “Αρχοντοχωριάτης” του Μολιέρου, “Ο Χορός του Θανάτου” του Στρίνμπεργκ, “Έντα Γκάμπλερ” του Ίψεν και “Βρυκόλακες” του Ίψεν, που δημιουργεί στο Πειραματικό Θέατρο, ένα υποβλητικό σκηνικό παιχνίδι παραισθήσεων με καθρέφτες. Το 1990 εκθέτει στο The Trammel Crow Art Center. Dallas, Texas. Στην Εφημερίδα Καθημερινή, 14 Απριλίου, η δημοσιογράφος Ε. Μπίστικα που είχε ακολουθήσει την έκθεση αναφέρει: Η μεγάλη σύνθεση του Πανιάρα “Πέρα από το Τοπίο” αγοράσθηκε τη βραδιά των εγκαινίων, από μια Τεξανή συλλέκτρια που δήλωσε: “Ναι, αυτή είναι η Ελλάδα όπως τη θυμάμαι”…
Συνεχίζει μια πορεία γεμάτη δημιουργία έως και το 2012. Καταπιάνεται με σκηνικά, ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις, εκθέτει και συνθέτει για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
«Αν με ρωτούσαν τι κέρδισα τόσα χρόνια από την πείρα μου, θα έλεγα χωρίς δισταγμό: τίποτα! Οι αποκτημένες γνώσεις στην τέχνη γίνονται αμέσως άχρηστες, σαν πεθαμένες. Η ζωγραφική δεν εξασφαλίζεται με αυτές. Ξανα-εφευρίσκεται κάθε μέρα»
είχε πει σε συνέντευξή του στην Athens Voice το 2010, όπου είχε εκφράσει και την πικρία του για τη σχέση των Αθηναίων με την τέχνη:
«Η αναγκαιότητα της τέχνης είναι περιστασιακή, έως ανύπαρκτη. Όταν κλείνει ένα θέατρο, ένα βιβλιοπωλείο ή μια γκαλερί, ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι οι Αθηναίοι. Ένα μαγαζί με ρούχα ή ένα εστιατόριο της μόδας που κλείνει προξενεί αμηχανία. Κάτι σαν ένα μικρό κοινωνικό κενό.»
Το 2014 και πιο συγκεκριμένα στις 14 Οκτωβρίου φεύγει από τη ζωή αυτή που μόνο χρώμα και δημιουργία της προσέφερε.
«Λαμπερός, πάντα γεμάτος ζωντάνια, σαν φλέβα που πάλλεται. Με χιούμορ πηγαίο και χαριτωμένη αθυροστομία. Πρόθυμος να δει την ομορφιά ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Τολμηρός στις απόψεις του και απολύτως ειλικρινής στη διατύπωσή τους. Μα, πάνω απ’ όλα, τρυφερός, ζεστός, έτοιμος να δει μέσα στην ψυχή σου την παραμικρή σκιά. Να σε παρηγορήσει και να σου σταθεί. Καλός σύντροφος και οικογενειάρχης, με την παλιομοδίτικη έννοια του όρου. Πιστός φίλος και ψυχή της παρέας. Σπουδαίος καλλιτέχνης, με ένα δικό του ιδίωμα, τόσο αναγνωρίσιμο και μοναδικό. […] Μιλώ προσωπικά: Θα μου λείψουν πολύ οι μακρόσυρτες κουβέντες μας για τη ζωή και την τέχνη, μυστήρια δεμένα με παντοτινά νήματα στη δική του περίπτωση. Η χαρά να μου εξηγεί τα έργα του, με αυτήν την πλημμυρίδα των χρωμάτων. Θαρρώ πως το μεγαλύτερό του ταλέντο ήταν να δίνει στην πάστα αυτήν την αίσθηση του όγκου, λες και είναι γλυπτό. Οι πίνακές του είχαν ψυχή, υπόσταση, οντότητα. Αντανακλούσαν τη δική του προσωπικότητα. «Είμαι καλοζωισμένος, γεμάτος και ευτυχής που ξυπνάω κάθε μέρα», μου έλεγε συχνά. Και αυτήν την ορμή της ζωής τη μοιραζόταν μέσα από τη δημιουργία. Ήταν ένας καλλιτέχνης κοσμοπολίτης, ψυχικά γενναιόδωρος, που ήξερε να μετατρέπει ακόμα και τον πόνο ή την αγωνία του, τη χαρά και την ευγνωμοσύνη για ό,τι έζησε σε τέχνη.» 1
2015 ‘’Fragile’’. Aτομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, Κεντρικό Κτίριο.
«…την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, προτιμώ να την πω δια-δρομική ή καλύτερα αμφι-δρομική γιατί αντί να με πάει πίσω, θέλω να φέρει στο σήμερα τα νεανικά μου έργα, δίπλα και ανάμεσα στα τωρινά μου. Πιστεύω μάλιστα ότι γίνεται στην πιο καρποφόρα στιγμή της καριέρας μου …» Στη ζωγραφική του, που αποτελείται από σαφείς ενότητες έργων, το χρώμα είναι το στοιχείο που κυριαρχεί και συντελεί στη δημιουργία συνθέσεων με μεγάλες επιφάνειες, ενώ η χρησιμοποίηση πτυχωτού πλαστικού σπάζει την παραδοσιακή επιπεδότητα προσδίδοντας ανάγλυφη, κυματιστή υφή. Με την ίδια λογική χρησιμοποιεί το χρώμα και σε γλυπτικές συνθέσεις, επεμβαίνοντας στη φόρμα γνωστών κλασικών έργων και προκαλώντας μια διαφορετική ερμηνεία τους, καθώς και στις εγκαταστάσεις και τα γλυπτικά περιβάλλοντα που δημιουργεί και τα οποία συνδυάζουν τα βασικά στοιχεία της ζωγραφικής και της γλυπτικής του.