ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ο απόλυτος δημιουργός
Ο ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής που συναναστράφηκε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του την ομορφιά των νεοκλασσικών κτιρίων του Πειραιά, τον Κουν, τον Μινωτή, την Κοτοπούλη, τον Βεάκη, την Παξινού, την Μελίνα, την Λαμπέτη, την Μαρία Κάλλας και τόσους άλλους που για ώρες θα μπορούσαμε να σημειώνουμε.
Θα γεννηθεί στον Πειραιά το 1910, θα διαμορφώσει πολύ γρήγορα την σκηνογραφική αλλά και ζωγραφική του αισθητική. Από το 1925 έως το 1928 εξασκείται ζωγραφίζοντας τοπία, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και διάφορες άλλες δοκιμές. Το 1928, ο Φώτος Πολίτης του προσφέρει την πρώτη του επαγγελματική δουλειά στο θέατρο, να δημιουργήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Πριγκίπισσα Μαλένα του Μέτερλινγκ.
Το 1928 επίσης ξεκινάει τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ απ’ όπου και αποφοιτά το 1933. Τα τελευταία δυο χρόνια με προτροπή του Πικιώνη μαθητεύει δίπλα στον Παρθένη. Το 1930 μυείται στη βυζαντινή αγιογραφία δίπλα στον Κόντογλου. Ο ίδιος λέει για εκείνη την εποχή. «Από το 1930 έως το 1934 γίνομαι μαθητής και βοηθός του Κόντογλου για να μάθω όσα μπορώ περισσότερα για την βυζαντινή ζωγραφική. Για εκείνη την εποχή είναι η μόνη λύση, αφού θέλω να συνδυάσω το προαιώνιο ελληνικό σχέδιο με το καθαρό χρώμα, την γρήγορη ελεύθερη εκτέλεση, την φωτοσκίαση, που ξεκινά από την ελληνιστική παράδοση και ξαναενσαρκώνεται με την ζωγραφική της Αναγέννησης.»
Το 1930 συνεργάζεται με την Έλλη Παπαδημητρίου, που διεύθυνε το κατάστημα «Λαϊκές Τέχνες» και σχεδιάζει για υφάσματα, έπιπλα, κεραμικά και άλλα. Με αφορμή αυτό γνωρίζει την Αγγελική Χατζημιχάλη και εντρυφεί στη λαϊκή φορεσιά.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα βρεθεί στο Παρίσι μαθητής στο εργαστήρι του Hayterre με συμμαθητές των Max Ernst και τον Giacometti.
Ο ίδιος μας λέει: «Από το ’48 ως το ’50 συνεχίζονται οι δυο αυτές αναζητήσεις, ζωγραφική απ’ το φυσικό τοπίο με λάδι και συγχρόνως ένα είδος ανατολίτικου εξπρεσιονισμού που παίρνει το θάρρος να υπάρχει αναμφισβήτητα από τον Ματίς. Το ’51 κάνω δυο εκθέσεις, μια στο Παρίσι, μια στο Λονδίνο. Το 1957 διέκοψα τη συνεργασία μου με την γκαλερί Ιόλα της Νέας Υόρκης, που άρχισε το 1953. Από το 1957 ως το 1963 ζωγράφισα πολύ λίγο. Εργάστηκα για το θέατρο στην Αμερική (Ντάλας, Τέξας) στο Μιλάνο, στο Λονδίνο. Το ’62 παράτησα κάθε άλλη ασχολία και κάθε άλλη βιοποριστική εργασία και άρχισα να ζωγραφίζω».
Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα αποχωρήσει οριστικά το 1983.
«Ο 19ος αιών και το Βυζάντιο είναι για μένα τα σίγουρα μέσα για να βρω μέσα μου (που αλλού;) αυτό το ανθρώπινο νόημα που κατέληξε στην ελληνιστική παράδοση».
Από το 1975 μέχρι το 1983 μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Το 1977 ανεβάζει σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας, τις «Τρωάδες» του Ευρυπίδη σε δική του μετάφραση, διδασκαλία και προχωρά στη συγγραφή βιβλίων για την τέχνη.
Παράλληλα εκθέτει, το 1978 στη γκαλερί Ζυγός, το 1981 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – η μόνη αναδρομική του έκθεση – το 1982 στη γκαλερί Ζουμπουλάκη ενώ την ίδια χρονιά ανεβάζει τους «Επτά επί Θήβας» στο θέατρο Μοσχοποδίου Θήβας.
Έντονη εκθεσιακή δραστηριότητα ακολουθεί από το 1983 έως το 1989, έτος που ετοιμάζεται να ανεβάσει τον Ορέστη του Ευρυπίδη σε δική του μετάφραση, σκηνοθεσία και κοστούμια όταν στις 20 Ιουλίου τον προλαβαίνει ο θάνατος.