Ένα Μικρό Ποπ Φανταστικό Μουσείο
Σκέψεις γα την καινούργια δουλειά του Χρήστου Αντωναρόπουλου
«Υποστηρίζω τον καλλιτέχνη που ξανακερδίζει την υπευθυνότητα πάνω στον χειρισμό και την αποπλάνηση: έτσι ώστε η τέχνη να έχει τόσο μεγάλο πολιτικό αποτέλεσμα όσο η βιομηχανία του θεάματος, ο κινηματογράφος, η ποπ μουσική και οι βιομηχανίες της διαφήμισης».
[«I’m for the artist to regain the responsibility for manipulation and seduction: for art to have as much political impact as the entertainment industry, the film, the pop music and advertising industries.»]
Jeff Koons (1)
«Αν ένας καλλιτέχνης δεν θέλει να χάσει πολλά από τον παλαιό προορισμό του, οφείλει να ψάξει στις μαζικές τέχνες για να ξαναβρεί την εικονογραφία η οποία είναι η πραγματική κληρονομιά του.»
[«If the artist is not to lose much of his ancient purpose he may have to plunder the popular arts to recover the imagery which is his rightful inheritance.»]
Richard Hamilton (2)
Όλοι θυμόμαστε πως μας άλλαξε το βλέμμα το βιβλίο Το Φανταστικό Μουσείο του André Malraux. (3) Η ιδέα ότι η ιδέα του μουσείου δεν είναι, αναγκαστικά, κλεισμένη μέσα σε ντουβάρια αλλά περιλαμβάνει μεγάλα κομμάτια της δημιουργικής ιστορίας της ανθρωπότητας, ανεξαρτήτως γεωγραφίας και προκαθορισμένων αξιολογήσεων περνάει και μέσα στην τελευταία δουλειά του Χρήστου Αντωναρόπουλου. Εδώ το σπίτι του καθενός μας μπορεί να περιστοιχίζεται από έργα-αναφορές σε όλη την ιστορία της τέχνης και, ιδιαίτερα, του πολιτισμού και της μαζικής κουλτούρας. H διαμόρφωση τάσεων στην ελλαδική τέχνη που θα φλερτάρουν με τη μαζική κουλτούρα εξηγείται όχι μόνον από την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη επιρροή (από την Pop Art αρχικά και αργότερα, μετά τη δεκαετία του ΄90, από νέες τάσεις) αλλά και μια νέα συνειδητοποίηση για τον κόσμο της κατανάλωσης που έρχεται, επιτέλους, και στην Ελλάδα. Παράλληλα, δειλά από τη δεκαετία του ’70 και έντονα με το νέο αιώνα, φωνές ζητούν μια αναγνώριση και ισοτιμία των “Καλών Τεχνών” με τις εκφράσεις της μαζικής κουλτούρας, της οπτικής (κόμικς, κινούμενα σχέδια, εμπορικός κινηματογράφος) αλλά και μη (ποπ μουσική). Όμως για να αντιληφθούμε το γιατί αυτά τα ιδιώματα κατέληξαν να εκφράζουν ίσως καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τη νέα κατάσταση στην Ελλάδα πρέπει να φέρουμε στο μυαλό μας την επίδραση αλλά και το σοκ που επέφερε ο μαζικός καταναλωτισμός στη χώρα.
Αν και η ποπ κουλτούρα απέχει ακόμη από μια ακαδημαϊκή ή μουσειακή αναγνώριση, η ποπ αρτ αναμφίβολα είναι σήμερα το κυρίαρχο ιδίωμα. Είναι γεγονός ότι οι ποπ αναφορές είναι διάστικτες σε όλη την κάποτε σοβαροφανή καλλιτεχνική δραστηριότητα, όμως είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Ή, αν προτιμάτε, ο μεταμοντερνισμός μετά από δεκαετίες αμφισβητήσεων μάλλον επικράτησε του καθαρόαιμου μοντερνισμού: το δεδομένο είναι πλέον ότι ένας δημιουργός (και φυσικά όχι μόνον αυτός) έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε αναφορά στη δουλειά του, από τη ζωγραφική των σπηλαίων μέχρι τον Marcel Duchamp, από τα αφρικανικά τοτέμ, έως την Τζοκόντα, από τα τηλεοπτικά καρτούνς μέχρι τις διαστημικές ταινίες, από τα videogames μέχρι τον Jeff Koons. Απ’ ό,τι φαίνεται, όλα επιτρέπονται και όλα μπορούν να αναμιχθούν. Και το (αμφίδρομο) φαινόμενο της Παγκοσμιοποίησης σίγουρα έχει ανάμιξη σ’ αυτή την κατάσταση: Η Μακντοναλντοποίηση (αλλά και η Ντοναλτακοποίηση) του πλανήτη, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε αυτή τη μορφή της παγκοσμιοποίησης κυριεύει πια κάθε γωνία του πλανήτη. Όπως πλησιάζει να μην υπάρχει πλέον χωριό ή άλλο απόμερο σημείο του κόσμου που να μην είναι γνωστή η Coca Cola, η Pizza Hut ή τα Pokemon, έτσι σιγά σιγά τα μαζικά υπερπροϊόντα της Δύσης (η Ιαπωνία φυσικά συμπεριλαμβάνεται πλέον εκεί) κυριαρχούν παντού. Ο Clement Greenberg γράφει: “Ένα ακόμη μαζικό προϊόν της δυτικής εκβιομηχάνισης, γυρίζει όλο τον κόσμο θριαμβευτικά, παραγκωνίζοντας και παραμορφώνοντας τις τοπικές κουλτούρες από τη μια αποικιοκρατούμενη χώρα στην άλλη, έτσι που τώρα τείνει να γίνει μια οικουμενική κουλτούρα , η πρώτη οικουμενική κουλτούρα που είχε ποτέ ο κόσμος. Ο κάτοικος της Κίνας, όχι λιγότερο από τον κάτοικο της Νοτίου Αμερικής, τον Ινδό ή τον Πολυνήσιο, έχει παραμερίσει τα προϊόντα της εθνικής του τέχνης και προτιμάει τα εξώφυλλα των περιοδικών, τα ημερολόγια με τα ελκυστικά κορίτσια και τα ποικίλα πόστερ (4)”
Ο κόσμος που ζούμε δεν είναι πραγματικός, υποστηρίζει ο Guy Debord. Ο καταναλωτικός καπιταλισμός έχει καταλάβει κάθε αυθεντική ανθρώπινη εμπειρία και την έχει μετατρέψει σε προϊόν και μετά μας την έχει ξαναπουλήσει μέσα από τη διαφήμιση και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Έτσι κάθε τμήμα της ανθρώπινης ζωής έχει μετατραπεί σε «θέαμα». Η κατανάλωση λειτουργεί ως υπόσχεση ευτυχίας ή, όπως γράφει ο Baudrillard, «ο άνθρωπος της κατανάλωσης διακατέχεται μόνιμα από τον φόβο μη «χάσει» κάτι, μια οποιανδήποτε ηδονή.» (5)
Οι χώροι των γκαλερί και των μουσείων, χώροι κάποτε ερμητικά κλειστοί στο «χαμηλό», σήμερα πλημμυρίζουν από τις οσμές του πεζοδρομίου, τα ποπ εικονίσματα, τη γλώσσα της μαζικής κουλτούρας, δίπλα δίπλα με την πιο αυστηρή ιστοριογραφία των Καλών Τεχνών. Φυσικά, όπως το έχουν κάνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τα εικαστικά οικειοποιούνται αυτές τις αναφορές για να τις κάνουν δικές τους, για να διαμορφώσουν την πολυπλοκότητα της γλώσσας της τέχνης των αρχών του 21 ου αιώνα. Ο Χρήστος Αντωναρόπουλος νιώθει όλη την ιστορία των οπτικών και πολιτισμικών του εμπειριών ως ένα πράγμα και το συμπλέκει σε αυτή την έκθεση-Φανταστικό Μουσείο. Μέσα σε κατασκευές φωτισμένες με led φωτισμό, o καλλιτέχνης επεμβαίνει με χειρονομιακές γραφές πάνω σε μια πλειάδα αναφορών σε παραδείγματα από την Ιστορία της Τέχνης, από γλυπτά της Αρχαϊκής, Κλασικής και Ελληνιστικής Αρχαιότητας στους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης (Τζοκόντα, ασφαλώς), Γυμνά κάθε είδους από την ιστορία της ζωγραφικής έως αναφορές σε πορνό και από κει ένα μπαράζ αναφορών σε σύμβολα της μαζικής κουλτούρας, που έχει προσεγγίσει και η Ποπ Αρτ, από την Marilyn Monroe και τον Elvis Presley έως τη Minnie Mouse.
Είναι τελικά Ποπ Αρτ ο Αντωναρόπουλος; Πιθανότατα είναι ιδεολογικά, καθώς χρησιμοποιεί αυτό το χαρμάνι “Υψηλού” και “Χαμηλού”, όμως η γραφή του (όπως και η καλλιτεχνική του προϊστορία του) χωνεύουν μια σειρά άλλων κόμβων της τέχνης του 20ου αιώνα από τον Εξπρεσιονισμό (κάθε τύπου) έως την Εννοιακή Τέχνη (επίσης κθε τύπου). Καθαρότητα; Υπάρχει σήμερα λόγος για κάτι τέτοιο;