Το Μουσείο του Αλέκου Φασιανού άνοιξε τις πόρτες του στην καρδιά της Αθήνας
Φτάνoντας στην οδό Νεοφύτου Μεταξά, στην καρδιά της Αθηναϊκής πρωτεύουσας, εκεί που ακόμα υπάρχουν τα ίχνη μιας άλλης εποχής με το στούντιο της Φίνος, τα όμορφα νεοκλασικά και τις κατοικίες του ’50 , στον αριθμό 15, στέκει αγέρωχο στον χρόνο το πατρικό σπίτι του Αλέκου Φασιανού που πριν λίγο καιρό άνοιξε τις πόρτες του ως μουσείο. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό σε σχήμα Γ, μέσα στο οποίο ο Αλέκος Φασιανός έζησε και δημιούργησε αφού τη δεκαετία του ’30, η οικογένεια του μετακόμισε εδώ, γιατί ο παππούς του Ανδρέας ορίστηκε παπάς στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, λίγα τετράγωνα πιο κάτω.
«Εγώ προτιμώ την πόλη μου που ζω, όπως είναι. Γιατί στην πόλη δημιουργείται ο πολιτισμός. Μέσα σ’ αυτή την πόλη, όσο ελεεινή και να είναι, δημιουργούμε. Εγώ, άμα δεν είχα περιπλανηθεί στους δρόμους της πόλης, δεν θα είχα αναπτυχθεί πνευματικά. Περιπλανιόμουν στην Πανεπιστημίου, κοιτούσα φωτογραφίες των κινηματογράφων, πήγαινα στο Σινεάκ, στο Pοζικλέρ και στην Αλάσκα, στο Πεδίον του Άρεως, στο Γκρην Παρκ, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στα θέατρα Περοκέ και Σαμαρτζή, στη Βικτώρια και στο Αλκαζάρ, τα δύο σινεμά στον Σταθμό Λαρίσης, στο Άστρα, με τα νέα ταλέντα που γαλουχήθηκαν εκεί. Και μετά πήγαινα στο Ωδείο Αθηνών-Πειραιώς και στη Σχολή Καλών Τεχνών, οδός Πατησίων, στην πιο ωραία σχολή. Και μετά στο Σύνταγμα, στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο θέατρο Κουν. Καθόμασταν και στα παγκάκια πολλές φορές στον Βασιλικό Κήπο, όπου πηγαίνω ακόμα. Όταν μπαίνω εκεί, έχω πάντα αυτή τη μυρωδιά της δροσιάς των δέντρων. Μου άρεσαν και οι ανδριάντες, οι προτομές που πρόβαλλαν στο πράσινο φόντο των φυτών. Και μάλιστα ζωγράφισα πολλά έργα με αυτό το θέμα».
Τη δεκαετία του ’60 ο Αλέκος Φασιανός έφυγε για το Παρίσι. Δέκα χρόνια μετά, έλαβε ένα γράμμα από τη μητέρα του, που του έλεγε πως ξεφορτώθηκε το σπίτι και ότι «η μπουλντόζα το κατεδάφισε μέσα σε μισή ώρα, μαζί και τις αναμνήσεις του», για να το δώσει αντιπαροχή. Ο Φασιανός επιστρέφει στην Αθήνα τη δεκαετία του ’80, το αγοράζει και ζητά από τον φίλο του αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο να το αναδιαμορφώσουν. Ο ζωγράφος συνεργάστηκε με τον σπουδαίο αρχιτέκτονα με αποτέλεσμα το αρχιτεκτονικό ύφος του μουσείου να απεικονίζει τις αισθητικές αρχές που διέπουν το έργο του καλλιτέχνη. Χρησιμοποιήθηκαν γήινα υλικά, όπως μπετόν, χειροποίητο μωσαϊκό και πέτρα που θυμίζει τους παλιούς πλινθόκτιστους τοίχους. Ενώ τις τοιχογραφίες, τα φωτιστικά, τα πόμολα και το χρώμα στους τοίχους, τα επιμελήθηκε ο ίδιος ο Φασιανός. Η αρμονική συνεργασία καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα αντικατοπτρίζεται και στο κτίριο, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1996.
Στο Μουσείο λοιπόν του Αλέκου Φασιανού, υπάρχουν έργα από διαφορετικές περιόδους, με κάποια να έχουν ολοκληρωθεί μέσα σε αυτό καθώς υπήρξε και ατελιέ του. Παρατηρώντας τα έργα του, είναι φανερή η επίδραση που δέχθηκε από την παλιά αθηναϊκή γειτονιά, το Αλκαζάρ, το Περοκέ, τους πλανόδιους πωλητές και τεχνίτες της γειτονιάς, εικόνες και βιώματα που σφραγίσανε τη μετέπειτα καλλιτεχνική του θεματουργία.
«Εγώ έμαθα ζωγραφική από τους μπογιατζήδες. Βάφανε το σπίτι μας, τα βορινά δωμάτια κοκκινωπά για να κρατούν τη ζέστη και τα μεσημβρινά γαλάζια για να έχουν δροσιά, και επειδή δεν υπήρχαν έτοιμα χρώματα τα έφτιαχναν επί τόπου. Ανακατεύανε επί ώρες σκόνες με λάδι και στεγνωτικό μέσα στον τενεκέ για να φτιάξουν αυτό το μπλε. Και κάνανε χρώμα καταπληκτικό. Τους παρακολουθούσα πώς το κάνανε και μετά χρησιμοποίησα την ίδια τεχνική και εγώ. Δηλαδή αν δεν είχα τους μπογιατζήδες δεν θα γινόμουνα ζωγράφος εγώ. Γι’ αυτό έκανα κι εγώ τις μορφές σε φόντα μπλε ή κεραμιδιά. Γιατί ήτανε βγαλμένα από την πραγματικότητά μου. Δεν ήταν κάτι που φαντάστηκα».
Τα μοτίβα που κατά καιρούς εμφανίζονται στη ζωγραφική του, τόσο τα καθαρώς ανθρωποκεντρικά (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια, κ.ά) όσο και εκείνα που περιγράφουν αντικείμενα ή χώρους, προέρχονται από την καθημερινότητα, η οποία όμως μέσα από το πινέλο του Φασιανού παίρνει μυθική διάσταση.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του διαμορφώθηκαν βαθμιαία, στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, όπου είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί, μεταξύ άλλων, με τις μοντέρνες τάσεις της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, δεν συντάχθηκε εμφανώς με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του, διατηρώντας μέχρι τέλους το σεβασμό του για κάποια διδάγματα της γενιάς του ‘30, την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή), και τους ισχυρούς δεσμούς του με τον ελλαδικό χώρο.
Ο κόσμος του Φασιανού, με χρυσούς και μπλε καβαλάρηδες, με σκηνές που διαδραματίζονται άλλοτε σε κλειστούς χώρους και άλλοτε στο ύπαιθρο, διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Μοναχικές ή συντροφικές φιγούρες, οι μορφές του Φασιανού είναι πάντα αναγνωρίσιμες. Τα πρόσωπα απεικονίζονται συνήθως σε κατανομή ή στα τρία τέταρτα με χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικά, δηλώνοντας έτσι την καταγωγή του.
O Γιάννης Τσαρούχης, όταν είδε για πρώτη φορά έργα του, καθηλώθηκε, κατάλαβε τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ζωγράφος. Τον αποκαλούσε έκτοτε «δάσκαλο του Γένους». Έλεγε οτι ο Φασιανός αυτό που θέλει να ζωγραφίζει είναι ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του.
Ως γνήσιος «λαϊκός καλλιτέχνης» άφησε την τέχνη του να διαδοθεί, και να φαιδρύνει και τη δική μας καθημερινότητα , με την ανθηρή της γοητεία. Τιμήθηκε και αγαπήθηκε, επιμένοντας να υμνεί τη λαϊκότητα και την καθημερινότητα του ανθρώπου. Ο Αλέκος Φασιανός, με την αλήθεια του, αναγνωρίστηκε διεθνώς.
«Δεν ζωγράφισα ποτέ τη θλίψη της ζωής αλλά τη χαρά. Είναι δύσκολο για μένα να ζωγραφίσω τη θλίψη, κάτι που κάνουν άλλοι ζωγράφοι. Εγώ είμαι πάντα ένας χαρούμενος ζωγράφος».
Κείμενο: Ιωάννα Γεωργοπούλου