Ο Francis Bacon αποκαλύπτει «Πως να είσαι καλλιτέχνης;»
Ο Bacon είχε ένα σπάνιο χάρισμα να ανακατεύει τα βαθύτερα και σκοτεινότερα συναισθήματα μας. Στους τολμηρούς πίνακες του με το θόρυβο και τις στρεφόμενες φιγούρες αναπαριστά πρωταρχικές ανθρώπινες εκφράσεις, επιθυμίας και απελευθέρωσης και διαχρονικές αισθήσεις όπως τον πόνο της καρδιάς και τον τρόμο. «Πάντα ήλπιζα πως θα εξέφραζα τα πράγματα τόσο άμεσα και ωμά όσο πιο πολύ θα μπορούσα» είχε δήλωσε στον κριτικό David Sylver το 1966. «Και ίσως, εάν κάτι εκφραστεί άμεσα, οι άνθρωποι να νιώσουν ότι αυτό είναι φρικιαστικό».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του από το 1930 έως το θάνατό του το 1992, ο Ιρλανδο-Βρετανός καλλιτέχνης έγινε διάσημος όχι μόνο για τους μαγικούς καμβάδες του, αλλά και για το κοφτερό μυαλό του, την καταιγιστική προσωπικότητά του και την ανεξάντλητη δίψα του για την παρακμή. (Ήταν γνωστό ότι έπινε και διασκέδαζε σε όλο το Λονδίνο όλες τις ώρες, και ζωγράφιζε στο χαοτικό στούντιο του καλυμμένος με χρώμα και άλλα υλικά, μα ακόμα και με άδεια μπουκάλια σαμπάνιας).
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στον υψηλότερο βαθμό, είναι φανερά σε μια σειρά από συνεντεύξεις που έδωσε ο Bacon στη διάρκεια της ζωής του στον Sylver και σε άλλους κριτικούς τέχνης. Σε αυτούς, αποκάλυψε τις εμπνεύσεις, τις τελετουργίες και τα συναισθήματα που τροφοδότησαν τη δουλειά του. Παρακάτω, θα διαβάσουμε μερικά από τα πιο σοφά λόγια ενός καλλιτέχνη με αυθεντική σοφία.
ΑΓΚΑΛΙΑΣΤΕ ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ
Ο Bacon συχνά έδινε τα εύσημα της ενέργειας της δουλειά του σε ατυχήματα. «Ήθελα μια πολύ οργανωμένη εικόνα, αλλά ήθελα να έχει προέλθει από τύχη» έλεγε στον Sylver στην ίδια συνέντευξη το 1966. Πίστευε ότι μέσω της αποδοχής του αυθορμητισμού – και δεχόμενος τα «ατυχήματα» σαν αναπόσταστο μέρος της σύνθεσης – θα επιτύγχανε την αληθινή συναισθηματική ειλικρίνεια. Αυθόρμητα σημάδια και εικόνες, για τον καλλιτέχνη, μαρτυρούν την απροσδόκητη αναζωπύρωση των παθιασμένων και αχαλίνωτων συναισθημάτων.
Σε μια άλλη συνέντευξη στον Sylvester, ο Bacon περιέγραψε τις απροσδόκητες εικόνες που προέκυψαν ενώ δημιουργούσε ένα από τα έργα του με θέμα το κρεοπωλείο, μια σειρά έργων που αναπαριστά το κόψιμο διάφορων μερών κρέατος. «Επιχειρούσα να φτιάξω ένα πουλί που πετάει σε ένα ανοιχτό πεδίο» λέει για την αρχική ιδέα της σύνθεσης του, «αλλά ξαφνικά οι γραμμές που ζωγράφιζα υποδείκνυαν κάτι εντελώς διαφορετικό, και από αυτή την υπόδειξη βγήκε αυτή η εικόνα». Αντί να αναγκάσει την αρχική ιδέα, αποδέχτηκε τη νέα φόρμα που ξεδιπλώθηκε. Θυμάται πως δεν ήταν μόνο μια εικόνα γεμάτη ένταση αλλά «πρότεινε και ένα άνοιγμα σε μια καινούρια περιοχή κοινών συναισθημάτων».
Ο Bacon ενθάρρυνε αυτά τα παραγωγικά ατυχήματα ξεκινώντας μια δουλειά με ένα προκαταρκτικό σχέδιο, κι έπειτα άφηνε την κατεύθυνση του στην τύχη. Όπως παρατήρησε ο Michael Kimmelman σε ένα προφίλ του καλλιτέχνη που έστησε το 1989, δούλευε κατευθείαν και σε διάφορους καμβάδες, «όπου δε μπορεί εύκολα να καλυφθεί μια ολόκληρη περιοχή με τη βούρτσα». Ο Bacon αγαπούσε τα μεγάλα πινέλα, που μετέφεραν το χρώμα με τρόπους που δε μπορούσες να υπολογίσεις. «Δεν ξέρω, πραγματικά, πολύ συχνά τι θα κάνει το χρώμα» είπε κάποτε στον Sylvester, «και κάνει πολλά πράγματα που είναι πολύ καλύτερα από αυτά που θα μπορούσα εγώ να κάνω».
ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΝΑ ΜΕΤΑΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ
Πέρα από όλα τα άλλα, ο Bacon πάλευε να αποτυπώσει ρευστά συναισθήματα και αισθήσεις. «Ήθελα να δημιουργήσω εικόνες που θα είναι η συντομογραφία της αίσθησης», είχε πει στον Kimmelman. Ο αυθορμητισμός ήταν το ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσε για να το πετύχει αυτό, και το πάντρεμα της απεικόνισης και της αφαίρεσης ήταν το άλλο. Στα πιο δοξασμένα του έργα, οι φιγούρες των παπάδων και οι γυμνοί εραστές με σταξίματα και παραμορφώσεις καταλήγουν να φέρνουν πόνο και πάθος.
Ο καλλιτέχνης περιέγραφε αυτή τη διχοτόμηση στη δουλειά του ως «τον ακροβατισμό ανάμεσα σε αυτό που ονομάζεται εικονιστική ζωγραφική και αφαίρεση». Πίστευε πως η διαστρέβλωση ορισμένων μορφών και εικόνων φανερώνει συναισθήματα που η άμεση αναπαράσταση δεν μπορεί να το κάνει. «Κανείς θέλει κάτι να είναι όσο πιο λειτουργικό γίνεται και την ίδια στιγμή όσο πιο βαθύ – να ξεκλειδώνει βαθιές αισθήσεις – πέρα από την απλή απεικόνιση του αντικειμένου που επιλέγει» είχε πει στον Sylvester. Σε μια άλλη συνέντευξη, είπε σε έναν κριτικό: «Είναι μια προσπάθεια να φέρω πιο ψηλά την απεικονιστική τεχνική στο νευρικό σύτημα, πιο βίαια και πιο επιδεικτικά».
ΠΕΡΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Ενώ ο Bacon ευημερούσε σε κοινωνικά περιβάλλοντα και φιλοξενούσε συνήθως άγρια πάρτι στο στούντιο του, επίσης τιμούσε το χρόνο που περνούσε μόνος του. Στη διάρκεια αυτών των ήρεμων στιγμών, ανακάλυψε πως μπορούσε να «καθήσει» με τα συναισθήματα του, να τα αφήσει να αποκαλυφθούν και να δυναμώσουν πριν τα εκφράσει με το χρώμα. «Ανακαλύπτω πως εάν μένω μόνος, μπορώ να επιτρέψω στο χρώμα να μου υποδείξει κάτι» αποκαλύπτει στον Sylvester. «Αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει να είμαι μόνος – αφημένος στη δική μου απόγνωση να είμαι σε θέση να κάνω ό,τι θέλω πάνω στον καμβά».
Ήταν σε περιόδους απομόνωσης που συνδύασε τα αγαπημένα του υλικά και τις ποιότητες τους με τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν. Ο πόνος των αντικειμένων στη «Θυσία των Αθώων» του Nicolas Poussin (περίπου 1625-32) και η ματωμένη γυναίκα που σκούζει στην ταινία «Θορυκτό Ποτέμκιν» του Sergei Eisenstein το 1925, αναμειγνύονται με τις αδυναμίες και τις αγωνίες του Bacon (συμπεριλαμβανομένου του θανάτου των εραστών και της απόρριψης από την ίδια του την οικογένεια). Ήταν αυτό το μείγμα που εξέφρασε στον καμβά, ειδικά στην χιλιοφημισμένη σειρά πινάκων του με τους πάπες που σκούζουν.
«Αισθάνομαι πάντα τόσο έντονα ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να τρέφεται από τα πάθη και τις απελπισίες του», είπε κάποτε ο Bacon στον κριτικό τέχνης John Gruen για το βιβλίο του «The Artist Observed: 20 Interviews with contemporary artists» που κυκλοφόρησε το 1991. «Τα συναισθήματα απόγνωσης και δυστυχίας είναι πιο χρήσιμα σε έναν καλλιτέχνη από το συναίσθημα της ικανοποίησης, γιατί η απόγνωση και η δυστυχία επηρεάζουν όλη σου την ευαισθησία».
ΓΚΡΕΜΙΣΕ ΤΑ ΠΕΠΛΑ ΤΟΥ «ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ»
Ο Bacon υποστήριζε πως το να μεταφέρεις ένα συναίσθημα στη ζωγραφική πιστά είναι το ίδιο σημαντικό με την αναζήτηση της αλήθειας. Για εκείνον, αυτό σήμαινε όχι μόνο να εξερευνήσεις τους βαθιά κρυμμένους πόνους και τα πάθη των ανθρώπων, αλλά επίσης κι εκείνα που συνέβαιναν την εποχή που αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν. Ο Bacon ήταν παιδί της λήξης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και άρχισε να ζωγραφίζει στην άνθηση του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μεγάλωσε και ωρίμασε σε μια κοινωνία αναγκασμένη να συμφιλιωθεί με τη φρίκη και των δυο αυτών συγκρούσεων. Οι εμπειρίες αυτές διοχετεύτηκαν όλες στα έργα του.
«Ο Bacon έχει παραδεχθεί… ότι ένας από τους στόχους του είναι να ανταποκριθεί στην πρόκληση μιας βίαιης εποχής αναβιώνοντας με ένα νόμιμο μέσο την πρωταρχική ανθρώπινη κραυγή και να επαναφέρει στην κοινωνία μια αίσθηση κάθαρσης και συναισθηματικής απελευθέρωσης» γράφει ο κριτικός Sam Hunter στο άρθρο του «Francis Bacon: Η ανατομία της φρίκης» το 1952.
Η δουλειά του τροφοφοτήθηκε από την επιθυμία να ηρεμήσουν τα δύσκολα συναισθήματα και οι εμπειρίες που θάβουμε μέσα μας, θέλοντας να παρουσιάσουμε πιο θετικές εκδοχές του εαυτού και της κοινωνίας μας. Όπως έγραψε ο συγγραφέας Robert Penn Warren στο βιβλίο του «The Grotesque in Art and Literature: Theological Reflection», ο Bacon επέμεινε ότι «το τέλος της τέχνης είναι να μας παράσχει το γεγονός, την αλήθεια του ποιοι είμαστε».
Με τα λόγια αυτά ο Bacon εξήγησε αυτή την πρόθεση στον συγγραφέα Hugh Davies το 1986: «Η μεγάλη τέχνη είναι πάντα ένας τρόπος συγκέντρωσης, επανεφεύρεσης όσων λέγονται γεγονότα, όσων ξέρουμε για την ύπαρξη μας – μια επανασυγκέντρωση… γκρεμίζοντας αυτά τα πέπλα το ποιοι αληθινά είμαστε αρχίζει να φαίνεται» είπε. «Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες σκίζουν αυτά τα πέπλα»!
Ελεύθερη απόδοση του άρθρου της Alexxa Gotthardt για το artsy.net
Διαβάστε το άρθρο εδώ