Μία σύντομη Ιστορία των Χρωμάτων στην Τέχνη
To Γονιδίωμα της Τέχνης
Πριν 40.000 χρόνια οι καλλιτέχνες εφηύραν τις χρωστικές ουσίες, χρησιμοποιώντας χώμα, ζωικό λίπος και ασβεστόλιθο. Στην αρχή δημιούργησαν μία βασική παλέτα πέντε χρωμάτων: το κόκκινο, το κίτρινο, το καφέ, το μαύρο και το άσπρο. Από τότε, η ιστορία των χρωμάτων είναι μία ιστορία συνεχών ανακαλύψεων. Η δημιουργία νέων, πρωτοποριακών χρωστικών ουσιών συνοδεύει την εξέλιξη των σπουδαιότερων καλλιτεχνικών ρευμάτων από την Αναγέννηση μέχρι τον ιμπρεσιονισμό.
Η κόκκινη ώχρα, η αρχαιότερη χρωστική ουσία που χρησιμοποιείται στις μέρες μας, συναντάται για πρώτη φορά στις προϊστορικές σπηλαιογραφίες.
Η κόκκινη ώχρα απαντάται στα πλούσια σε σίδηρο εδάφη. Χρησιμοποιήθηκε αρχικώς στις σπηλαιογραφίες, ενώ τον 16ο και τον 17ο αιώνα η δημοφιλέστερη κόκκινη χρωστική ουσία προερχόταν από το έντομο κοχενίλη, το οποίο ενδημούσε αποκλειστικά στους κάκτους του Μεξικού. Αυτά τα λευκά ζουζούνια παρήγαγαν μία έντονη κόκκινη βαφή, την οποία οι καλλιτέχνες και οι πατρώνοι λάτρευαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελέσει το τρίτο σπουδαιότερο εισαγώγιμο προϊόν από τον Νέο Κόσμο μετά το ασήμι και τον χρυσό. Ο Ραφαήλ, ο Ρέμπραντ και ο Ρούμπενς επάλειφαν με το άλικο αυτό χρώμα τα υπόλοιπα κόκκινα ώστε να γίνουν εντονότερα. Η κοχενίλη, όντας μία μη τοξική πηγή κόκκινου χρώματος χρησιμοποιείται στις μέρες μας στα κραγιόν και τα ρουζ.
Για εκατοντάδες χρόνια η τιμή του lapis lazuli συναγωνιζόταν την τιμή του χρυσού
Από την εποχή του Μεσαίωνα οι ζωγράφοι απεικονίζουν την Παρθένο Μαρία με έναν φωτεινό μπλε μανδύα, επιλέγοντας το συγκεκριμένο χρώμα όχι για τους θρησκευτικούς συμβολισμούς του, αλλά για την υψηλή τιμή του. Η διάσημη αυτή απόχρωση της Παναγίας – το κυανό χρώμα – προέρχεται από τον lapis lazuli, ένα ορυκτό το οποίο για αιώνες ολόκληρους προερχόταν από μία συγκεκριμένη οροσειρά του Αφγανιστάν. Αυτό το πολύτιμο υλικό έχαιρε παγκόσμιου θαυμασμού, κοσμώντας τα Αιγυπτιακά ταφικά πορτραίτα, τα Κοράνια του Ιράν και αργότερα το κάλυμμα της κεφαλής του Κοριτσιού με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι του Βερμέερ. Για εκατοντάδες χρόνια το κόστος του lapis lazuli συναγωνιζόταν εκείνο του χρυσού. Τη δεκαετία του ’50 ο Ιβς Κλάιν, με τη συνεργασία ενός Παρισινού προμηθευτή χρωμάτων, εφηύρε μία συνθετική μορφή του κυανού χρώματος, το οποίο αποτέλεσε την υπογραφή του. Όπως λέει ο ίδιος: «Το μπλε δεν έχει διαστάσεις. Είναι πέρα από διαστάσεις».
Ο Τέρνερ χρησιμοποιούσε την πειραματική νερομπογιά του Ινδιάνικου Κίτρινου – μία φθορίζουσα μπογιά, η οποία προέρχεται από τα ούρα των αγελάδων που τρέφονται με μάνγκο.
Το κίτρινο χρώμα δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των ζωγράφων, με την εξαίρεση του Βαν Γκογκ και του Τέρνερ. Ο Τέρνερ αγαπούσε τόσο πολύ το συγκεκριμένο χρώμα, ώστε οι κριτικοί να περιπαίζουν τον Βρετανό ζωγράφο λέγοντας ότι οι πίνακές του «πάσχουν από ίκτερο». Ο Τέρνερ χρησιμοποιούσε μία πειραματική νερομπογιά στην απόχρωση του Ινδικού Κίτρινου, μία φθορίζουσα χρωστική ουσία, η οποία προέρχεται από τα ούρα των αγελάδων που τρέφονται με μάνγκο (μία πρακτική η οποία απαγορεύτηκε προσφάτως σε μία προσπάθεια προστασίας των ζώων). Όταν χρειαζόταν μία φωτεινότερη απόχρωση, ο Τέρνερ χρησιμοποιούσε το συνθετικό Κίτρινο του Χρωμίου, ένα χρώμα με βάση τον μόλυβδο, ο οποίος έχει ψυχοσωματικές παρενέργειες. Την ίδια μπογιά χρησιμοποίησε και ο Βαν Γκογκ για τις έναστρες νύχτες και τα φωτεινά του ηλιοτρόπια.
Οι πράσινες χρωστικές ουσίες υπήρξαν από τις πιο δηλητηριώδεις στην ιστορία
Παρόλο που το πράσινο χρώμα μας θυμίζει τη φύση και μας προσδίδει μία αίσθηση ανανέωσης, οι χρωστικές του ουσίες υπήρξαν από τις πιο δηλητηριώδεις στην ιστορία των χρωμάτων. Το 1775 ο Σουηδός χημικός Καρλ Βίλχελμ Σέελε εφηύρε το Πράσινο του Σέελε, μία θανατηφόρα χρωστική ουσία με βάση το αρσενικό, η οποία έδινε μία φωτεινή, πράσινη απόχρωση. Λόγο του χαμηλού του κόστους, το Πράσινο του Σέελε έγινε ανάρπαστο κατά τη Βικτωριανή περίοδο, αν και πολλοί το θεωρούσαν επικίνδυνο. Ο τοίχος της κρεβατοκάμαρας του Ναπολέοντα ήταν καλυμμένος με αυτό το χρώμα και οι ιστορικοί υποψιάζονται ότι αυτή η ουσία προκάλεσε, τελικώς, τον θάνατό του. Στα τέλη του 19ου αιώνα το Παρισινό Πράσινο, μία αντίστοιχη πρόσμιξη χαλκού και αρσενικού, αντικατέστησε το Πράσινο του Σέελε καθώς αποδείχτηκε πιο ανθεκτικό, δίνοντας τη δυνατότητα στους Μονέ, Σεζάν και Ρενουάρ να δημιουργήσουν τα διάσημα, σμαραγδένια τοπία τους. Όντας ιδιαιτέρως τοξικό, το Παρισινό Πράσινο χρησιμοποιήθηκε και ως εντομοκτόνο και παρασιτοκτόνο, ενώ ίσως προκάλεσε τον διαβήτη του Σεζάν και την τύφλωση του Μονέ. Απαγορεύτηκε τη δεκαετία του ’60.
Οι Ιμπρεσιονιστές – ειδικά ο Μονέ – αγαπούσαν τόσο πολύ αυτήν τη νέα απόχρωση που κατηγορήθηκαν από του κριτικούς για «βιολετομανία»
Ο Μονέ κάποτε συνέκρινε το βιολετί με τον φρέσκο αέρα. Οι μωβ σκιάσεις και οι βιολετιές αχτίδες που ζωντανεύουν τα τοπία του Μονέ χρωστούν πολλά σε έναν άσημο Αμερικανό ζωγράφο, τον Τζον Γκοφ Ραντ. Το 1841 ο Ραντ αγανακτισμένος με τη συνήθεια της εποχής να αποθηκεύουν τις χρωστικές ουσίες σε ασκούς από δέρμα χοίρου, εφηύρε μία πιο εύχρηστη μέθοδο: τα σωληνάρια από κασσίτερο. Αυτό έδωσε σε ζωγράφους όπως ο Μονέ τη δυνατότητα να μεταφέρουν τα σύνεργά τους σε εξωτερικούς χώρους, ώστε να ζωγραφίζουν στην ύπαιθρο, παρατηρώντας τις αποχρώσεις του ίδιου του περιβάλλοντος. Οδήγησε, επίσης, στην παραγωγή έτοιμων αποχρώσεων, όπως το Βιολετί του Μαγνησίου, την πρώτη απόχρωση του μωβ σε προσιτή τιμή. Οι Ιμπρεσιονιστές – και ειδικά ο Μονέ – αγάπησαν τόσο πολύ αυτήν τη νέα απόχρωση που κατηγορήθηκαν από του κριτικούς για «βιολετομανία».
Η σκοτεινότερη μπογιά των Παλαιών Δασκάλων, το μαύρο ιβουάρ παράγεται από την καύση κόκκαλων σε αεροστεγή θάλαμο
Η σκοτεινότερη μπογιά των Παλαιών Δασκάλων, το μαύρο ιβουάρ παράγεται από την καύση κόκκαλων σε αεροστεγή θάλαμο. Ενώ οι Ιμπρεσιονιστές απέφευγαν το μαύρο χρώμα, θεωρώντας ότι οι σκοτεινές περιοχές βρίθουν αποχρώσεων, οι Αμερικανοί καλλιτέχνες του ’50 και του ’60 το υιοθέτησαν με μανία. Ο Φρανκ Στέλα, ο Ρίτσαρντ Σέρα και ο Αντ Ρέινχαρντ δημιούργησαν μονοχρωματικούς, κατάμαυρους πίνακες με μοναδικό θέμα το ίδιο το χρώμα. Αυτό αποδεικνύει ότι το μαύρο είναι γεμάτο αποχρώσεις και υφές, προσφέροντας όσες δυνατότητες δίνουν και τα υπόλοιπα χρώματα. Περιγράφοντας το 1967 την τεχνική του, ο Ρέινχαρντ επανέλαβε τα λόγια του Ιάπωνα ζωγράφου Κατσουσίκα Χοκουσάι: «Υπάρχει το παλιό και το φρέσκο μαύρο. Το λαμπερό μαύρο και το θαμπό μαύρο, το μαύρο στο φως του ήλιου και το μαύρο της σκιάς».
Από όλα τα απαγορευμένα χρώματα, το Λευκό του Μόλυβδου είναι εκείνο που νοστάλγησαν περισσότερο οι ζωγράφοι ανά τους αιώνες
Από όλα τα απαγορευμένα χρώματα, το Λευκό του Μόλυβδου είναι εκείνο που νοστάλγησαν περισσότερο οι ζωγράφοι ανά τους αιώνες. Αυτή η απόχρωση μπορούσε να απορροφήσει και να αντανακλάσει το φως του ήλιου όπως καμία άλλη, αν και ο τρόπος παραγωγής της δεν είναι τόσο φωτεινός. Την παρήγαγαν οι Ολλανδοί τον 17ου αιώνα αναμιγνύοντας μόλυβδο και ξύδι με κοπριά αγελάδας και αλόγου. Αφού έμενε τρεις μήνες σε έναν σφραγισμένο χώρο, αυτά τα υλικά μετατρέπονταν σε κατάλευκες φολίδες. Παρά το γεγονός ότι ο μόλυβδος έχει αναγνωριστεί ως δηλητηριώδης ουσία από τον 19ο αιώνα, η παραγωγή λευκής μπογιάς από μόλυβδο απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ μόλις το 1978. Ήταν τότε που ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, ο Ρόμπερτ Ρίμαν και η Άγκνες Μάρτιν στράφηκαν στο τιτάνιο και τον ψευδάργυρο για τη δημιουργία μονοχρωματικών κατάλευκών πινάκων.